3,277,121
edits
(13_7_1) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0187.png Seite 187]] fut. ἀναδύσομαι, aor. ἀνέδυν, perf. ἀναδέδακα (s. δύω), 1) hervortauchen aus der Tiefe, ἁλός Il. 1, 359; ἀνεδύσετο λίμνης Od. 5, 337; κρήνης Ap. Rh. 1, 1128; mit dem acc., ἥ γ' ἀνεδύσετο [[κῦμα]] θαλάσσης Il. 1, 496; gew. ohne Casus; bes. vom Aufgehen der Sonne, die aus dem Meere aufzutauchen scheint; [[Ἀφροδίτη]] ἀναδυομένη, die aus dem Meere steigende, ein Gemälde des Apelles. – 2) sich zurückziehen, zurücktreten, ἐς ὅμιλον Il. 7, 217; μή τις ἀναδύη Od. 9, 377; [[ἀνδύεται]] πόλεμον, er meidet den Kampf, Il. 13, 225; gew. abs., Xen. conv. 5, 2; Lys. 16, 15; ἐὰν δέῃ τι ποιεῖν, ἀναδυόμενοι Dem. 8, 77, u. öfter; neben [[μέλλω]], zaudern, Ep. 1; τὴν ἔξοδον, die Expedition vermeiden, Pol. 4, 7, 6; – c. inf., δάκνειν οὐκ ἀναδ., neben ἕτοιμός εἰμι, Ar. Ran. 859. – Dah. μὴ ἀναδύου τὰ ὡμολογημένα, nimm dein Zugeständniß nicht zurück, Plat. Theaet. 145 c. – Von Flüssen, zurücktreten, Plut. Thes. 15. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0187.png Seite 187]] fut. ἀναδύσομαι, aor. ἀνέδυν, perf. ἀναδέδακα (s. δύω), 1) hervortauchen aus der Tiefe, ἁλός Il. 1, 359; ἀνεδύσετο λίμνης Od. 5, 337; κρήνης Ap. Rh. 1, 1128; mit dem acc., ἥ γ' ἀνεδύσετο [[κῦμα]] θαλάσσης Il. 1, 496; gew. ohne Casus; bes. vom Aufgehen der Sonne, die aus dem Meere aufzutauchen scheint; [[Ἀφροδίτη]] ἀναδυομένη, die aus dem Meere steigende, ein Gemälde des Apelles. – 2) sich zurückziehen, zurücktreten, ἐς ὅμιλον Il. 7, 217; μή τις ἀναδύη Od. 9, 377; [[ἀνδύεται]] πόλεμον, er meidet den Kampf, Il. 13, 225; gew. abs., Xen. conv. 5, 2; Lys. 16, 15; ἐὰν δέῃ τι ποιεῖν, ἀναδυόμενοι Dem. 8, 77, u. öfter; neben [[μέλλω]], zaudern, Ep. 1; τὴν ἔξοδον, die Expedition vermeiden, Pol. 4, 7, 6; – c. inf., δάκνειν οὐκ ἀναδ., neben ἕτοιμός εἰμι, Ar. Ran. 859. – Dah. μὴ ἀναδύου τὰ ὡμολογημένα, nimm dein Zugeständniß nicht zurück, Plat. Theaet. 145 c. – Von Flüssen, zurücktreten, Plut. Thes. 15. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀναδύομαι''': Ἐπ. γ΄ ἑν. ἀναδύεται [ῠ]: μέλλ. -[[δύσομαι]] [ῡ]: ἀόρ. ἀνεδῡσάμην, Ἐπ. γ΄ ἑν. -ατο ἢ -ετο: ἀποθ. [[μετὰ]] ἐνεργ. ἀορ. ἀνέδῡν, ὑποτακτ. ἀναδύῃ ἢ εὐκτ. ἀναδύη [ῡ] Ὀδ. Ι. 377, ἀπαρ. ἀναδῦν, κατ’ ἀποκοπ. ἀντὶ τοῦ ἀναδῦναι, ὑποδειχθὲν ὑπὸ τοῦ Δινδορφ. πρὸς ἀντικατάστασιν τοῦ [[ἀνιδεῖν]] ἐν Αἰσχύλ. Χο. 807: πρκμ. ἀναδέδῡκα (ἴδε δύω), [[ἀνέρχομαι]], [[ἀναβαίνω]], ἰδίως ἐκ τῆς θαλάσσης, [[μετὰ]] γεν., ἀνέδυ πολιῆς ἀλὸς ἠΰτ’ [[ὀμίχλη]] Ἰλ. Α. 359· ἀνεδύσατο λίμνης Ὀδ. Ε. 337· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., ἀνεδύσετο [[κῦμα]] θαλάσσης Ἰλ. Α. 496: ἀπολ., [[εἴπερ]] ἀναδύσει [[πάλιν]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 1460· [[οὕτως]], [[Ἀφροδίτη]] ἀναδυομένη, [[περίφημος]] εἰκὼν τοῦ Ἀπελλοῦ, Πλίν. 35. 36, 15. 2) ἐπὶ ποταμῶν, οἵτινες ἐξηφανίσθησαν ἐντὸς τῆς γῆς, ἀναφαίνομαι, [[ἀνέρχομαι]] [[πάλιν]] εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 24. ΙΙ. ὀπισθοχωρῶ, ἀποσύρομαι, ὑποχωρῶ, Ὀδ. Ι. 377· ἀναδῦναι ἂψ λαῶν ἐς ὅμιλον Ἰλ. Η 217· [[ὑποστρέφω]], ἀποσύρομαι [[ὀπίσω]], ἀποδειλιῶ, Λατ. tergiversari, ἕτοιμός εἰμ’ ἔγωγε, κοὐκ [[ἀναδύομαι]], δάκνειν Ἀριστοφ. Βάτρ. 860, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 5. 5. Δημ. 102. 12., 109. 12., 406. 20: - ἐπὶ πηγῶν = [[ἐκλείπω]], Πλουτ. Θησ. 15. 2) σπαν. μετ’ αἰτ., ἀποσύρομαι, [[ἀποφεύγω]], ἀναδύεται πόλεμον Ἰλ. Ν. 225· κατὰ μίμησιν τοῦ ὁποίου ὁ [[Πλάτων]] ἔχει, ἀλλὰ μὴ ἀναδύου τὰ ὡμολογημένα, μὴ προσπάθει ν’ ἀποφύγῃς τὰ ὡμολογημένα, Θεαίτ. 145C, πρβλ. Εὐθύδ. 302Ε. | |||
}} | }} |