Anonymous

ἀναδύομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναδύομαι''': Ἐπ. γ΄ ἑν. ἀναδύεται [ῠ]: μέλλ. -[[δύσομαι]] [ῡ]: ἀόρ. ἀνεδῡσάμην, Ἐπ. γ΄ ἑν. -ατο ἢ -ετο: ἀποθ. [[μετὰ]] ἐνεργ. ἀορ. ἀνέδῡν, ὑποτακτ. ἀναδύῃ ἢ εὐκτ. ἀναδύη [ῡ] Ὀδ. Ι. 377, ἀπαρ. ἀναδῦν, κατ’ ἀποκοπ. ἀντὶ τοῦ ἀναδῦναι, ὑποδειχθὲν ὑπὸ τοῦ Δινδορφ. πρὸς ἀντικατάστασιν τοῦ [[ἀνιδεῖν]] ἐν Αἰσχύλ. Χο. 807: πρκμ. ἀναδέδῡκα (ἴδε δύω), [[ἀνέρχομαι]], [[ἀναβαίνω]], ἰδίως ἐκ τῆς θαλάσσης, [[μετὰ]] γεν., ἀνέδυ πολιῆς ἀλὸς ἠΰτ’ [[ὀμίχλη]] Ἰλ. Α. 359· ἀνεδύσατο λίμνης Ὀδ. Ε. 337· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., ἀνεδύσετο [[κῦμα]] θαλάσσης Ἰλ. Α. 496: ἀπολ., [[εἴπερ]] ἀναδύσει [[πάλιν]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 1460· [[οὕτως]], [[Ἀφροδίτη]] ἀναδυομένη, [[περίφημος]] εἰκὼν τοῦ Ἀπελλοῦ, Πλίν. 35. 36, 15. 2) ἐπὶ ποταμῶν, οἵτινες ἐξηφανίσθησαν ἐντὸς τῆς γῆς, ἀναφαίνομαι, [[ἀνέρχομαι]] [[πάλιν]] εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 24. ΙΙ. ὀπισθοχωρῶ, ἀποσύρομαι, ὑποχωρῶ, Ὀδ. Ι. 377· ἀναδῦναι ἂψ λαῶν ἐς ὅμιλον Ἰλ. Η 217· [[ὑποστρέφω]], ἀποσύρομαι [[ὀπίσω]], ἀποδειλιῶ, Λατ. tergiversari, ἕτοιμός εἰμ’ ἔγωγε, κοὐκ [[ἀναδύομαι]], δάκνειν Ἀριστοφ. Βάτρ. 860, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 5. 5. Δημ. 102. 12., 109. 12., 406. 20: - ἐπὶ πηγῶν = [[ἐκλείπω]], Πλουτ. Θησ. 15. 2) σπαν. μετ’ αἰτ., ἀποσύρομαι, [[ἀποφεύγω]], ἀναδύεται πόλεμον Ἰλ. Ν. 225· κατὰ μίμησιν τοῦ ὁποίου ὁ [[Πλάτων]] ἔχει, ἀλλὰ μὴ ἀναδύου τὰ ὡμολογημένα, μὴ προσπάθει ν’ ἀποφύγῃς τὰ ὡμολογημένα, Θεαίτ. 145C, πρβλ. Εὐθύδ. 302Ε.
|lstext='''ἀναδύομαι''': Ἐπ. γ΄ ἑν. ἀναδύεται [ῠ]: μέλλ. -[[δύσομαι]] [ῡ]: ἀόρ. ἀνεδῡσάμην, Ἐπ. γ΄ ἑν. -ατο ἢ -ετο: ἀποθ. [[μετὰ]] ἐνεργ. ἀορ. ἀνέδῡν, ὑποτακτ. ἀναδύῃ ἢ εὐκτ. ἀναδύη [ῡ] Ὀδ. Ι. 377, ἀπαρ. ἀναδῦν, κατ’ ἀποκοπ. ἀντὶ τοῦ ἀναδῦναι, ὑποδειχθὲν ὑπὸ τοῦ Δινδορφ. πρὸς ἀντικατάστασιν τοῦ [[ἀνιδεῖν]] ἐν Αἰσχύλ. Χο. 807: πρκμ. ἀναδέδῡκα (ἴδε δύω), [[ἀνέρχομαι]], [[ἀναβαίνω]], ἰδίως ἐκ τῆς θαλάσσης, [[μετὰ]] γεν., ἀνέδυ πολιῆς ἀλὸς ἠΰτ’ [[ὀμίχλη]] Ἰλ. Α. 359· ἀνεδύσατο λίμνης Ὀδ. Ε. 337· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., ἀνεδύσετο [[κῦμα]] θαλάσσης Ἰλ. Α. 496: ἀπολ., [[εἴπερ]] ἀναδύσει [[πάλιν]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 1460· [[οὕτως]], [[Ἀφροδίτη]] ἀναδυομένη, [[περίφημος]] εἰκὼν τοῦ Ἀπελλοῦ, Πλίν. 35. 36, 15. 2) ἐπὶ ποταμῶν, οἵτινες ἐξηφανίσθησαν ἐντὸς τῆς γῆς, ἀναφαίνομαι, [[ἀνέρχομαι]] [[πάλιν]] εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 24. ΙΙ. ὀπισθοχωρῶ, ἀποσύρομαι, ὑποχωρῶ, Ὀδ. Ι. 377· ἀναδῦναι ἂψ λαῶν ἐς ὅμιλον Ἰλ. Η 217· [[ὑποστρέφω]], ἀποσύρομαι [[ὀπίσω]], ἀποδειλιῶ, Λατ. tergiversari, ἕτοιμός εἰμ’ ἔγωγε, κοὐκ [[ἀναδύομαι]], δάκνειν Ἀριστοφ. Βάτρ. 860, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 5. 5. Δημ. 102. 12., 109. 12., 406. 20: - ἐπὶ πηγῶν = [[ἐκλείπω]], Πλουτ. Θησ. 15. 2) σπαν. μετ’ αἰτ., ἀποσύρομαι, [[ἀποφεύγω]], ἀναδύεται πόλεμον Ἰλ. Ν. 225· κατὰ μίμησιν τοῦ ὁποίου ὁ [[Πλάτων]] ἔχει, ἀλλὰ μὴ ἀναδύου τὰ ὡμολογημένα, μὴ προσπάθει ν’ ἀποφύγῃς τὰ ὡμολογημένα, Θεαίτ. 145C, πρβλ. Εὐθύδ. 302Ε.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> ἀνέδυν, <i>pf.</i> ἀναδέδυκα;<br /><b>1</b> ([[ἀνά]], en haut) se lever hors de, surgir : [[ἁλός]] IL du sein de la mer ; <i>avec acc.</i> ἡ δ’ ἀνεδύσατο [[κῦμα]] θαλάσσης IL elle s’éleva sur les flots de la mer;<br /><b>2</b> ([[ἀνά]], en arrière) se dérober (<i>litt.</i> se plonger) : [[ἐς]] ὅμιλον IL rentrer dans la foule des guerriers ; <i>avec acc.</i> [[ἀν]]. πόλεμον IL reculer devant un combat ; <i>abs.</i> reculer : [[οὗ]] σεμνότητος [[ἔργον]] ἀνδυώμεθα EUR là où la fierté sera de mise, retirons-nous pudiquement, <i>càd</i> réservons notre pudeur pour les cas où la retenue sera à sa place ; refuser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[δύομαι]].
}}
}}