3,274,216
edits
(13_7_3) |
(6_13b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0879.png Seite 879]] fut. ἐξετάσω, att. ἐξετῶ, B. A. 251, wie jetzt Isocr. 9, 34 gelesen wird; aor. dor. ἐξήταξα, Theocr. 14, 28; <b class="b2">ausforschen, prüfen</b>, ob Etwas wahr. gut, ächt sei, erproben; τινά, Theogn. 1010; μὴ κρῖνε, μὴ 'ξέταζε Soph. Ai. 583; neben [[ματεύω]], O. C. 211; σοῖς κακοῖς ἠξίουν ἐξετάζεσθαι [[φίλος]] Eur. Alc. 1014; vom Mustern eines Heeres, στρατὸς θάσσει κἀξετάζεται Suppl. 391; so Thuc. 6, 97 u. Folgde; ἂν ἡ [[δύναμις]] τῆς πόλεως ἐξητασμένη καὶ παρεσκευασμένη ᾗ φανερά Dem. 14, 7; τὴν συμμαχίαν ἐξήταζον Thuc. 2, 7; πάσας εἰδέας ἐξήτασεν Ar. Th. 436; ἐξέταζε, τί καὶ πῶς λέγουσι Plat. Phaedr. 261 a; τὴν κολοκύντην ἐξήταζον, τίνος ἐστὶ γένους Epicrat. Ath. II, 59 v. 17; mit doppeltem acc., ἐάν [[τίς]] σε [[ταῦτα]] ἐξετάζῃ Gorg. 515 b; neben [[ἐλέγχω]], Apol. 29 e; bei den Rednern = gerichtlich Einen verhören, selbst von der Folter, οἰκέτας ὑπὸ τῶν δεσποτῶν ἐξεταζομένους Dem. 45, 76; Pol. 15, 27, 7 ἐξετάσαι πᾶσαν προστιθέντα βάσανον; [[περί]] τινος, Plat. Legg. III, 685 a; τινὰ [[περί]] τινος, Einen worüber befragen, Phaedr. 258 d; – τινὰ [[πρός]] τινα, im Vergleich mit einem Andern Jemanden beurtheilen, abschätzen, πρὸς τοὺς ζῶντας τὸν ζῶντα ἐξέταζε Dem. 18, 318; πρὸς πλεονεξίαν τοὺς λογισμοὺς ἐξετάζων 6, 7 (wie Plut. Cat. min. 3 u. a. Sp.); ähnl. ἐξέτασον παρ' ἄλληλα τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα 18, 265; vgl. Isocr. 8, 11 u. von Sp. D. Hal. 2, 17. – An die Bdtg des Musterns reiht sich die des Aufzählens, πρώτους ἐξετάσαι τοὺς ἐκ Κορίνθου φυγόντας Dem. 20, 52, wie 58; pass., zu einer Zahl gerechnet werden, als Einer erfunden werden, καὶ τῶν ἐχθρῶν τῶν σῶν εἷς ἐξητάζετο Dem. 19, 291; oft c. partic., ἐὰν μὴ παρὼν ἐξετάζηται τοῖς ξυλλόγοις, falls es sich zeigt, daß er nicht dabei war, Plat. Legg. VI, 764 a; οὐδενὸς [[πώποτε]] τούτων ἐξητάσθης [[κατήγορος]] οὐδ' ἀγανακτῶν ὤφθης Dem. 22, 66; λέγων καὶ γράφων ἐξηταζόμην τὰ δέοντα, ich zeigte mich als Einen, der immer das Rechte sagte, 18, 173; ähnl. μετὰ τῶν μηδὲν ἠδικηκότων ἐξετάζεσθαι, unter den, d. h. als Einer, der Niemand Unrecht gethan hat, 19, 115; Sp., wie D. Hal. 6, 63; auch im act. mit partic., Pol. ἐξητακὼς στερεοὺς ὑπάρχοντας τοὺς τόπους 3, 79, 1; [[φίλων]] καὶ πελατῶν ἐν τοῖς ἀναγκαιοτάτοις 6, 59; μετὰ τοῦ Καίσαρος, von Cäsars Partei sein, Plut.; vom Census, sich zu einer Klasse rechnen lassen, ἐν τοῖς ἱππικοῖς Pomp. 14. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0879.png Seite 879]] fut. ἐξετάσω, att. ἐξετῶ, B. A. 251, wie jetzt Isocr. 9, 34 gelesen wird; aor. dor. ἐξήταξα, Theocr. 14, 28; <b class="b2">ausforschen, prüfen</b>, ob Etwas wahr. gut, ächt sei, erproben; τινά, Theogn. 1010; μὴ κρῖνε, μὴ 'ξέταζε Soph. Ai. 583; neben [[ματεύω]], O. C. 211; σοῖς κακοῖς ἠξίουν ἐξετάζεσθαι [[φίλος]] Eur. Alc. 1014; vom Mustern eines Heeres, στρατὸς θάσσει κἀξετάζεται Suppl. 391; so Thuc. 6, 97 u. Folgde; ἂν ἡ [[δύναμις]] τῆς πόλεως ἐξητασμένη καὶ παρεσκευασμένη ᾗ φανερά Dem. 14, 7; τὴν συμμαχίαν ἐξήταζον Thuc. 2, 7; πάσας εἰδέας ἐξήτασεν Ar. Th. 436; ἐξέταζε, τί καὶ πῶς λέγουσι Plat. Phaedr. 261 a; τὴν κολοκύντην ἐξήταζον, τίνος ἐστὶ γένους Epicrat. Ath. II, 59 v. 17; mit doppeltem acc., ἐάν [[τίς]] σε [[ταῦτα]] ἐξετάζῃ Gorg. 515 b; neben [[ἐλέγχω]], Apol. 29 e; bei den Rednern = gerichtlich Einen verhören, selbst von der Folter, οἰκέτας ὑπὸ τῶν δεσποτῶν ἐξεταζομένους Dem. 45, 76; Pol. 15, 27, 7 ἐξετάσαι πᾶσαν προστιθέντα βάσανον; [[περί]] τινος, Plat. Legg. III, 685 a; τινὰ [[περί]] τινος, Einen worüber befragen, Phaedr. 258 d; – τινὰ [[πρός]] τινα, im Vergleich mit einem Andern Jemanden beurtheilen, abschätzen, πρὸς τοὺς ζῶντας τὸν ζῶντα ἐξέταζε Dem. 18, 318; πρὸς πλεονεξίαν τοὺς λογισμοὺς ἐξετάζων 6, 7 (wie Plut. Cat. min. 3 u. a. Sp.); ähnl. ἐξέτασον παρ' ἄλληλα τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα 18, 265; vgl. Isocr. 8, 11 u. von Sp. D. Hal. 2, 17. – An die Bdtg des Musterns reiht sich die des Aufzählens, πρώτους ἐξετάσαι τοὺς ἐκ Κορίνθου φυγόντας Dem. 20, 52, wie 58; pass., zu einer Zahl gerechnet werden, als Einer erfunden werden, καὶ τῶν ἐχθρῶν τῶν σῶν εἷς ἐξητάζετο Dem. 19, 291; oft c. partic., ἐὰν μὴ παρὼν ἐξετάζηται τοῖς ξυλλόγοις, falls es sich zeigt, daß er nicht dabei war, Plat. Legg. VI, 764 a; οὐδενὸς [[πώποτε]] τούτων ἐξητάσθης [[κατήγορος]] οὐδ' ἀγανακτῶν ὤφθης Dem. 22, 66; λέγων καὶ γράφων ἐξηταζόμην τὰ δέοντα, ich zeigte mich als Einen, der immer das Rechte sagte, 18, 173; ähnl. μετὰ τῶν μηδὲν ἠδικηκότων ἐξετάζεσθαι, unter den, d. h. als Einer, der Niemand Unrecht gethan hat, 19, 115; Sp., wie D. Hal. 6, 63; auch im act. mit partic., Pol. ἐξητακὼς στερεοὺς ὑπάρχοντας τοὺς τόπους 3, 79, 1; [[φίλων]] καὶ πελατῶν ἐν τοῖς ἀναγκαιοτάτοις 6, 59; μετὰ τοῦ Καίσαρος, von Cäsars Partei sein, Plut.; vom Census, sich zu einer Klasse rechnen lassen, ἐν τοῖς ἱππικοῖς Pomp. 14. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐξετάζω''': μέλλ. ἐξετάσω, σπανίως ἐξετῶ, Ἰσοκρ. 195C· πρβλ. Α. Β. 251. 32: ἀόρ. ἐξήτασα Σοφ., κλ., Δωρ. ἐξήταξα Θεόκρ. 14. 28: πρκμ. ἐξήτακα Πλάτ., κλ.: ‒ Παθ.: μέλλ. -ετασθήσομαι Δημ. 24. 1: ἀόρ. -ητάσθην, ἴδε κατωτ.: πρκμ. -ήτασμαι, ἴδε ἐν τέλει: ‒ (τὸ ἁπλοῦν [[ἐτάζω]] δὲν [[εἶναι]] σύνηθες). Ἐξετάζω, ἐρευνῶ, ἐρωτῶ καὶ [[λαμβάνω]] πληροφορίας [[περί]] τινος, [[δοκιμάζω]], ἐξ. φίλους, ὄντιν᾿ ἔχουσι νόον Θέογν. 1010, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 438, κτλ.· τὴν ὑπάρχουσαν ξυμμαχίαν ἐξ. Θουκ. 2. 7· βίον [[αὐτοῦ]] πάντα ἐξετάσω Δημ. 521. 24· ἐκ τοῦ εἰκότος ἐξετασθῆναι δεῖ τὸ [[πρᾶγμα]] Ἀντιφῶν 133. 38· ἐξ. λόγον, ἀντίθετον τῷ ὑπέχειν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 1: ‒ ἀπολ., [[ἐξετάζω]], σκοποῦντας καὶ ἐξετάζοντας περὶ νόμων Πλάτ. Νόμοι 685Α· δι᾿ ἀκριβείας ἐξ. ὁ αὐτὸς Θεαίτ. 184C: ‒ [[ἐξετάζω]] καὶ [[λαμβάνω]] πληροφορίας [[παρά]] τινος [[περί]] τινος, ἐξητάκει τὰ κατὰ [[μέρος]] [[ὑπὲρ]] αὐτῆς (τῆς Καρχηδόνος)... τῶν εἰδότων Πολύβ. 10. 8, 1: ‒ ἑπομένης ἀναφορ. ἀντων., ἐξ. [[ὅστις]] ἐστὶ Δημ. 1126. 13· ἐξ τί καὶ πῶς λέγουσι Πλάτ. Φαῖδρ. 261Α· ἐξ τινά, τίνος ἐστὶ γένους Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 17. 2) ἐπὶ στρατευμάτων, ἐπιθεωρῶ, Θουκ. 2. 7., 7. 33, 35, κτλ.: ‒ Παθ., στρατὸς δὲ θάσσει κἀξετάζεται Εὐρ. Ἱκ. 391, πρβλ. Θουκ. 6. 97: ‒ [[καθόλου]], ἐπιθεωρῶ, ἀπαριθμῶ, ἁμαρτήματα ἀκριβῶς ἐξ. Ἰσοκρ. 152D, πρβλ. Δημ. 472. 18., 474. 21. ΙΙ. [[ὑποβάλλω]] εἰς αὐστηρὰν ἐξέτασιν, [[ἀνακρίνω]], Ἡρόδ. 3. 62 (πρβλ. [[ἐτάζω]]), Σοφ. Αἴ. 586, Ο.Τ. 210· τινὰ [[περί]] τινος Πλάτ. Φαῖδρ. 258D· τινά τι ὁ αὐτὸς Γοργ. 515Β, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 35· δικαίως αὐτὸν ἐξετάσω Δημ. 564. 17, πρβλ. 232. 3., 1124. 20 κἑξ.· ἐξετάζειν τινὰ [[ὅστις]] ἦν ὁ αὐτ. 1126. 23. ΙΙΙ. ὑπολογίζω, ὁ αὐτὸς 67. 16· [[ἐξετάζω]] τινὰ σχετικῶς πρὸς ἄλλον, [[παραβάλλω]] αὐτὸν πρὸς ἐκεῖνον, ἀλλὰ πρὸς τοὺς ζῶντας, ὦ χρηστέ,... τὸν ζῶντα ἐξέταζε ὁ αὐτὸς 330. 29· [[ἰσοστάσιος]] ἦν ἡ [[πορφύρα]] πρὸς ἄργυρον ἐξεταζομένη Ἀθήν. 526C· οὔτως, ἐξ. τι [[παρά]] τι Δημ. 315. 3, πρβλ. Ἰσοκρ. 160Ε: [[ἐντεῦθεν]], [[συγκρίνω]], [[παραβάλλω]], πρὸς Ἀριστογείτονα ἐμαυτὸν ἐξετάζειν Δημ. 1485. 17. IV. διὰ δοκιμασίας [[ἐξετάζω]], [[δοκιμάζω]], ἐπὶ χρυσοῦ, ἐν λιθίναις ἀκόναις ὁ χρυσὸς ἐξετάζεται Χίλων ἐν Bgk. Λυρ. σ. 568· ἐξ. τοὺς κακοὺς Ξεν. Οἰκ. 20, 14· τοὺς χρησίμους Δημ. 918. 18: ‒ [[συχν]]. ἐν τῷ Παθ. [[μετὰ]] μετοχ., ἐὰν μὴ παρὼν ἐξετάζηται, ἐὰν ἀποδειχθῇ ὅτι δὲν ἦτο [[ἐκεῖ]], Πλάτ. Νόμοι 764Α· καὶ λέγων καὶ γράφων ἐξηταζόμην τὰ δέοντα Δημ. 286. 4· ἐξήτασαι πεποιηκὼς ὁ αὐτὸς 294. 10· ἐξετάζεσθαι φίλος (ἐνν. ὢν) Εὐρ. Ἄλκ. 1011· ἐχθρὸς ἐξεταζόμενος Δημ. 525. 25· [[κατήγορος]] ὁ αὐτὸς 613 ἐν τέλει· [[οὕτως]], ὧν εἷς ἐγὼ βουληθεὶς ἐξετάζεσθαι Ἀνδοκ. 29. 8. 2) [[μετὰ]] γεν. τῶν ἐχθρῶν ἐξετάζεσθαι, συγκαταλέγεσθαι (πρβλ. [[συνεξετάζω]]), Λατ. versari, censeri, numerari, inter..., Δημ. 434. 23· [[μετὰ]] τὼν ἄλλων ἐξητάζετο ὁ αὐτὸς 300. 27· ἔν τισι Διον. Ἁλ. 6. 59· ἐν τοῖς ἱππικοῖς, μεταξὺ τῶν παρὰ Ρωμαίοις Equites, Πλουτ. Πομπ. 14. 3) ἀπολ., [[ἀνήκω]] εἴς τινα μερίδα, Διον. Ἁλ. 6. 33, πρβλ. Πλούτ. 2. 74Β· ἐξητάσθησαν αἱ πᾶσαι [[πεντεκαίδεκα]] μυριάδες (ἐν τῇ ἀπογραφῇ τῆς Ρώμης) ὁ αὐτὸς ἐν Καίσαρι 55. 4) [[παρουσιάζομαι]], ἐμφανίζομαι, Δημ. 566. 27· πρὸς τὸν ἄρχοντα... οὐδέπω... ἐξήτασται ὁ αὐτὸς 980. 5· πρβλ. 318. 15. | |||
}} | }} |