ἐπιρρώννυμι: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιρρώννῡμι''': καὶ -ύω: ἀόρ. ἐπέρρωσα: - προσθέτω δύναμιν εἴς τι, [[ἐνισχύω]], δίδω θάρρος, ἐπιθαρρύνω [[πρός]] τι, αὗται αἱ [[νέες]]... σφέας ἐπέρρωσαν Ἡρόδ. 8. 14· τοὺς μὲν ἐξέπληξεν, τοὺς δὲ πολλῷ [[μᾶλλον]] ἐπέρρωσεν Θουκ. 4. 36, πρβλ. 8. 89· εἰς τὸ ἐπιρρῶσαι αὐτοὺς Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 6· ἐπ. τινὰ [[πρός]] τι Πλουτ. Λύσανδ. 4· ἐπίρρωσον σαυτήν, λάβε θάρρος, Λουκ. Τίμ. 41· ἐπ. τὴν γνώμην, τὰ [[πάθη]] Πλούτ. 2. 62Α, 681F. ΙΙ. Παθ., ἐν ᾧ ὁ πρκμ. ἐπέρρωμαι, καὶ ὁ ὑπερσ. ἐπερρώμην χρησιμεύουσιν ὡς ἐνεστ. καὶ παρατ.: μέλλ. ἐπιρρωσθήσομαι Λουκ. Ἐνύπν. 18: ἀόρ. ἐπερρώσθην: - ἀνακτῶμαι ἰσχύν, [[λαμβάνω]] θάρροι, Θουκ. 6. 93., 7. 2· οἱ Κορίνθιοι... πολλῷ [[μᾶλλον]] ἐπέρρωντο ὁ αὐτ. 7, 17· ἐς τᾆλλα πολὺ ἐπέρρωντο [[αὐτόθι]] 7· ἐπερρώσθη... ἰδὼν Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 18· ἐπερρῶσθαι [[πρός]] τι Πολύβ. 1. 24, 1· τὰς ψυχὰς Ἡρῳδιαν. 3. 3: - κείνοις... ἐπερρώσθη λέγειν (ἀπροσ.), ἔλαβον θάρρος νὰ λέγωσιν, Σοφ. Ο. Κ. 661.
|lstext='''ἐπιρρώννῡμι''': καὶ -ύω: ἀόρ. ἐπέρρωσα: - προσθέτω δύναμιν εἴς τι, [[ἐνισχύω]], δίδω θάρρος, ἐπιθαρρύνω [[πρός]] τι, αὗται αἱ [[νέες]]... σφέας ἐπέρρωσαν Ἡρόδ. 8. 14· τοὺς μὲν ἐξέπληξεν, τοὺς δὲ πολλῷ [[μᾶλλον]] ἐπέρρωσεν Θουκ. 4. 36, πρβλ. 8. 89· εἰς τὸ ἐπιρρῶσαι αὐτοὺς Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 6· ἐπ. τινὰ [[πρός]] τι Πλουτ. Λύσανδ. 4· ἐπίρρωσον σαυτήν, λάβε θάρρος, Λουκ. Τίμ. 41· ἐπ. τὴν γνώμην, τὰ [[πάθη]] Πλούτ. 2. 62Α, 681F. ΙΙ. Παθ., ἐν ᾧ ὁ πρκμ. ἐπέρρωμαι, καὶ ὁ ὑπερσ. ἐπερρώμην χρησιμεύουσιν ὡς ἐνεστ. καὶ παρατ.: μέλλ. ἐπιρρωσθήσομαι Λουκ. Ἐνύπν. 18: ἀόρ. ἐπερρώσθην: - ἀνακτῶμαι ἰσχύν, [[λαμβάνω]] θάρροι, Θουκ. 6. 93., 7. 2· οἱ Κορίνθιοι... πολλῷ [[μᾶλλον]] ἐπέρρωντο ὁ αὐτ. 7, 17· ἐς τᾆλλα πολὺ ἐπέρρωντο [[αὐτόθι]] 7· ἐπερρώσθη... ἰδὼν Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 18· ἐπερρῶσθαι [[πρός]] τι Πολύβ. 1. 24, 1· τὰς ψυχὰς Ἡρῳδιαν. 3. 3: - κείνοις... ἐπερρώσθη λέγειν (ἀπροσ.), ἔλαβον θάρρος νὰ λέγωσιν, Σοφ. Ο. Κ. 661.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. Pass.</i> ἐπερρώσθην;<br />fortifier, affermir, encourager ; <i>Pass.</i> être affermi, se raffermir, reprendre courage ; • <i>impers.</i> κείνοις ἐπερρώσθη λέγειν SOPH ils eurent l’audace de dire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ῥώννυμι]].
}}
}}