ἐπιρρώννυμι

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρώννῡμι Medium diacritics: ἐπιρρώννυμι Low diacritics: επιρρώννυμι Capitals: ΕΠΙΡΡΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: epirrṓnnymi Transliteration B: epirrōnnymi Transliteration C: epirronnymi Beta Code: e)pirrw/nnumi

English (LSJ)

and ἐπιρρωννύω: aor. ἐπέρρωσα:—
A add strength to, strengthen or encourage in a thing, αὗται [αἱ νέες].. σφέας ἐπέρρωσαν Hdt.8.14; τοὺς μὲν ἐξέπληξε, τοὺς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἐπέρρωσεν Th.4.36, cf. 8.89; εἰς τὸ ἐπιρρῶσαι αὐτούς X.HG7.5.6; ἐ. τινὰ πρὸς τὸν πόλεμον Plu.Lys. 4; ἐπίρρωσον σαυτήν collect your strength, Luc.Tim.41; ἐ. τὴν γνώμην, τὰ πάθη, Plu.2.62a,681f.
II. Pass. (in which the pf. ἐπέρρωμαι, plpf. ἐπερρώμην serve as pres. and impf.), fut. ἐπιρρωσθήσομαι Luc.Somn. 18: aor. 1 ἐπερρώσθην (v. infr.):—recover strength, pluck up courage, Th.6.93, 7.2; οἱ Κορίνθιοι.. πολλῷ μᾶλλον ἐπέρρωντο Id.7.17; ἐς τἆλλα πολὺ ἐπέρρωντο ib.7; ἐπερρώσθη ἄν τις ἰδών X.HG3.4.18; ἐπερρώσθησαν ταῖς ὁρμαῖς πρὸς τὸν πόλεμον Plb.1.24.1; τὰς ψυχάς Hdn.3.3.8; κείνοις.. ἐπερρώσθη λέγειν (impers.) they took courage to speak, S.OC661.

French (Bailly abrégé)

ao. Pass. ἐπερρώσθην;
fortifier, affermir, encourager ; Pass. être affermi, se raffermir, reprendre courage ; • impers. κείνοις ἐπερρώσθη λέγειν SOPH ils eurent l'audace de dire.
Étymologie: ἐπί, ῥώννυμι.

German (Pape)

[ῡ], (ῥώννυμι), noch dazu stärken, Kraft einflößen, ermutigen; αὗται (αἱ νῆες) δή σφεας ἐπέρρωσαν ἀπικόμεναι Her. 8.14; τοὺς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἐπέρρωσε, Gegensatz von ἐξέπληξε, Thuc. 4.36; 8.89 und öfter, wie Sp., τὸ μειράκιον πρὸς τὸν πόλεμον Plut. Lys. 4; ἐπίρρωσον σαυτήν, fasse Mut, Luc. Tim. 41; Hdn. im Gegensatz von θραῦσαι τὴν ἐλπίδα 3.2.4; im pass. ermutigt werden, sich ermutigen, ἐπιρρωσθέντες Thuc. 3.6; Xen. Hell. 3.4.18 und Folgde; ἐς τἄλλα πολὺ ἐπέρρωντο, Thuc. 7.7, 17; ἐπιρρωσθῆναι πρός τι, Pol. 1.24.1; Plut. Al. 8; impers., κείνοις δείν' ἐπερρώσθη λέγειν, ihnen wuchs der Mut zu drohen, sie erdreisteten sich, Soph. O.C. 667.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρρώννῡμι: укреплять, ободрять, придавать духу, вселять мужество (τινά Her., Xen., Plut. и τινὰ πρός τι Plut.): τοὺς μὲν ἐξέπληξεν, τοὺς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἐπέρρωσεν Thuc. на одних он навел страх, а в других вселил еще большую бодрость; ἐπίρρωσον σαυτόν Luc. соберись с силами; οἱ Συρακόσιοι ἐπερρώσθησαν Thuc. сиракузцы воспрянули духом; κείνοις ἐπερρώσθη (impers.) δείν᾽ λέγειν Soph. они осмелились угрожать.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρώννῡμι: καὶ -ύω: ἀόρ. ἐπέρρωσα: - προσθέτω δύναμιν εἴς τι, ἐνισχύω, δίδω θάρρος, ἐπιθαρρύνω πρός τι, αὗται αἱ νέες... σφέας ἐπέρρωσαν Ἡρόδ. 8. 14· τοὺς μὲν ἐξέπληξεν, τοὺς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἐπέρρωσεν Θουκ. 4. 36, πρβλ. 8. 89· εἰς τὸ ἐπιρρῶσαι αὐτοὺς Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 6· ἐπ. τινὰ πρός τι Πλουτ. Λύσανδ. 4· ἐπίρρωσον σαυτήν, λάβε θάρρος, Λουκ. Τίμ. 41· ἐπ. τὴν γνώμην, τὰ πάθη Πλούτ. 2. 62Α, 681F. ΙΙ. Παθ., ἐν ᾧ ὁ πρκμ. ἐπέρρωμαι, καὶ ὁ ὑπερσ. ἐπερρώμην χρησιμεύουσιν ὡς ἐνεστ. καὶ παρατ.: μέλλ. ἐπιρρωσθήσομαι Λουκ. Ἐνύπν. 18: ἀόρ. ἐπερρώσθην: - ἀνακτῶμαι ἰσχύν, λαμβάνω θάρροι, Θουκ. 6. 93., 7. 2· οἱ Κορίνθιοι... πολλῷ μᾶλλον ἐπέρρωντο ὁ αὐτ. 7, 17· ἐς τᾆλλα πολὺ ἐπέρρωντο αὐτόθι 7· ἐπερρώσθη... ἰδὼν Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 18· ἐπερρῶσθαι πρός τι Πολύβ. 1. 24, 1· τὰς ψυχὰς Ἡρῳδιαν. 3. 3: - κείνοις... ἐπερρώσθη λέγειν (ἀπροσ.), ἔλαβον θάρρος νὰ λέγωσιν, Σοφ. Ο. Κ. 661.

Greek Monotonic

ἐπιρρώννῡμι: και -ύω, αόρ. αʹ ἐπέρρωσα·
I. προσθέτω δύναμη σε, δυναμώνω, ενισχύω ή ενθαρρύνω, λέγεται για τόλμημα, εγχείρημα, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. Παθ., παρακ. ἐπέρρωμαι, υπερσ. ἐπερρώμην, χρησιμ. ως ενεστ. και παρατ. αντίστοιχα· μέλ. ἐπιρρωσθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπερρώσθην· ανακτώ τη δύναμή μου, λαμβάνω, αντλώ θάρρος, κουράγιο, σε Θουκ., Ξεν.· κείνοις ἐπερρώσθη λέγειν (απρόσ.), πήραν θάρρος να μιλήσουν, σε Σοφ.

Middle Liddell

and -ύω aor1 ἐπέρρωσα
I. to add strength to, strengthen or encourage for an enterprise, Hdt., Thuc.
II. Pass., perf. ἐπέρρωμαι, plup. ἐπερρώμην used as pres. and imperf.: fut. ἐπιρρωσθήσομαι: aor1 ἐπερρώσθην;— to recover strength, pluck up courage, Thuc., Xen.; κείνοις ἐπερρώσθη λέγειν (impers.) they took courage to speak, Soph.

Lexicon Thucydideum

confirmare, to strengthen, 4.36.2,
item likewise 8.89.1.
PASS. 3.6.1, 6.93.1, 7.2.2. 7.7.4, 7.17.3. 8.106.5.