Anonymous

ἐπιρρώννυμι: Difference between revisions

From LSJ
4
(Bailly1_2)
(4)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao. Pass.</i> ἐπερρώσθην;<br />fortifier, affermir, encourager ; <i>Pass.</i> être affermi, se raffermir, reprendre courage ; • <i>impers.</i> κείνοις ἐπερρώσθη λέγειν SOPH ils eurent l’audace de dire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ῥώννυμι]].
|btext=<i>ao. Pass.</i> ἐπερρώσθην;<br />fortifier, affermir, encourager ; <i>Pass.</i> être affermi, se raffermir, reprendre courage ; • <i>impers.</i> κείνοις ἐπερρώσθη λέγειν SOPH ils eurent l’audace de dire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ῥώννυμι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιρρώννῡμι:''' και -ύω, αόρ. αʹ <i>ἐπέρρωσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> προσθέτω [[δύναμη]] σε, [[δυναμώνω]], [[ενισχύω]] ή [[ενθαρρύνω]], λέγεται για [[τόλμημα]], [[εγχείρημα]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., παρακ. <i>ἐπέρρωμαι</i>, υπερσ. <i>ἐπερρώμην</i>, χρησιμ. ως ενεστ. και παρατ. αντίστοιχα· μέλ. <i>ἐπιρρωσθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐπερρώσθην]]· [[ανακτώ]] τη δύναμή μου, [[λαμβάνω]], [[αντλώ]] [[θάρρος]], [[κουράγιο]], σε Θουκ., Ξεν.· <i>κείνοις ἐπερρώσθη λέγειν</i> (απρόσ.), πήραν [[θάρρος]] να μιλήσουν, σε Σοφ.
}}
}}