θράσος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θράσος''': ᾰ, εος, τό, (θρασὺς) = [[θάρσος]] (ὃ ἴδε), θάρρος, [[τόλμη]], Ἰλ. Ξ. 416, Πίνδ. Π. 5. 148, Αἰσχύλ. Πέρσ. 394, Σοφ. Φ. 104, Ἠλ. 479, Εὐρ. Μηδ. 469, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Elmsl.∙ θρ. πολέμων, θάρρος ἐν πολέμῳ, Πίνδ. Π. 2. 116∙ θρ. ἰσχύος, [[πεποίθησις]] ἐπὶ τῆς ἰσχύος, Σοφ. Φ. 104∙ θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος Θουκ. 1. 120. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπερβολικὸν θάρρος, [[θρασύτης]], ὁρμητικότης, [[αὐθάδεια]], εἰς τοῦτο θράσους ἀνήκει Ἡρόδ. 7. 9, 3, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 42, κτλ.∙ παμμάχῳ θράσει βρύων ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 168, πρβλ. Πέρσ. 831∙ προβᾶσ’ ἐπ’ ἔσχατον θράσους Σοφ. Ἀντ. 853∙ τόλμαις καὶ φρενῶν θράσει ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 46∙ πεπύργωσαι θράσει Εὐρ. Ὀρ. 1568∙ πανουργίᾳ τε καὶ θράσει Ἀριστοφ. Ἱππ. 331, πρβλ. 637∙ τοῦ θράσους ἐπισχέσθαι τινὰ Πλάτ. Ἱππ. Μείζονι 298Α∙ τὸ τὴν τοῦ βελτίονος δόξαν μὴ φοβεῖσθαι διὰ [[θράσος]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 701Β∙ θρ. καὶ [[ἀναίδεια]] Αἰσχίν. 27. 1, κτλ. - Βεβαιοῦται ὑπὸ τοῦ Ἀμμων. καὶ ἄλλων ὅτι τὸ μὲν [[θάρσος]] ἢ θάρρος [[κυρίως]] ἐσήμαινε θάρρος, τόλμην, γενναιότητα, τὸ δὲ [[θράσος]] ἀπερίσκεπτον τόλμην ([[θράσος]] μὲν γάρ ἐστιν [[ἄλογος]] [[ὁρμή]], [[θάρσος]] δὲ [[ἔλλογος]] [[ὁρμή]]). Ἡ [[διάκρισις]] αὕτη βεβαίως ὑπάρχει παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., πρβλ. [[θρασύς]] Ι. 2· ἀλλ’ ὁ Ὁμ. χρῆται τῇ λ. [[θάρσος]] ἐπ’ ἀμφοτέρων τῶν ἐννοιῶν, τῇ δὲ [[θράσος]] ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ [[θάρσος]]. Οἱ Ἀττ. ποιηταὶ ἔχουσι [[θράσος]] ἀντὶ [[θάρσος]] [[χάριν]] τοῦ μέτρου. Ἐκ τῶν ἐπιθ. καὶ ἐπιρρ. τύπων, τὸ [[θρασύς]] εἶνε σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ἐν χρήσει, τὸ δὲ [[θαρσύς]] μόνον παρὰ μεταγεν.· τὸ [[θαρσέω]] ἢ θαρρέω δὲν ἔχει ἀντίστοιχον τύπον θρασέω, τὰ δὲ [[θαρσύνω]] καὶ [[θρασύνω]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀδιαφόρως.
|lstext='''θράσος''': ᾰ, εος, τό, (θρασὺς) = [[θάρσος]] (ὃ ἴδε), θάρρος, [[τόλμη]], Ἰλ. Ξ. 416, Πίνδ. Π. 5. 148, Αἰσχύλ. Πέρσ. 394, Σοφ. Φ. 104, Ἠλ. 479, Εὐρ. Μηδ. 469, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Elmsl.∙ θρ. πολέμων, θάρρος ἐν πολέμῳ, Πίνδ. Π. 2. 116∙ θρ. ἰσχύος, [[πεποίθησις]] ἐπὶ τῆς ἰσχύος, Σοφ. Φ. 104∙ θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος Θουκ. 1. 120. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπερβολικὸν θάρρος, [[θρασύτης]], ὁρμητικότης, [[αὐθάδεια]], εἰς τοῦτο θράσους ἀνήκει Ἡρόδ. 7. 9, 3, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 42, κτλ.∙ παμμάχῳ θράσει βρύων ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 168, πρβλ. Πέρσ. 831∙ προβᾶσ’ ἐπ’ ἔσχατον θράσους Σοφ. Ἀντ. 853∙ τόλμαις καὶ φρενῶν θράσει ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 46∙ πεπύργωσαι θράσει Εὐρ. Ὀρ. 1568∙ πανουργίᾳ τε καὶ θράσει Ἀριστοφ. Ἱππ. 331, πρβλ. 637∙ τοῦ θράσους ἐπισχέσθαι τινὰ Πλάτ. Ἱππ. Μείζονι 298Α∙ τὸ τὴν τοῦ βελτίονος δόξαν μὴ φοβεῖσθαι διὰ [[θράσος]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 701Β∙ θρ. καὶ [[ἀναίδεια]] Αἰσχίν. 27. 1, κτλ. - Βεβαιοῦται ὑπὸ τοῦ Ἀμμων. καὶ ἄλλων ὅτι τὸ μὲν [[θάρσος]] ἢ θάρρος [[κυρίως]] ἐσήμαινε θάρρος, τόλμην, γενναιότητα, τὸ δὲ [[θράσος]] ἀπερίσκεπτον τόλμην ([[θράσος]] μὲν γάρ ἐστιν [[ἄλογος]] [[ὁρμή]], [[θάρσος]] δὲ [[ἔλλογος]] [[ὁρμή]]). Ἡ [[διάκρισις]] αὕτη βεβαίως ὑπάρχει παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., πρβλ. [[θρασύς]] Ι. 2· ἀλλ’ ὁ Ὁμ. χρῆται τῇ λ. [[θάρσος]] ἐπ’ ἀμφοτέρων τῶν ἐννοιῶν, τῇ δὲ [[θράσος]] ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ [[θάρσος]]. Οἱ Ἀττ. ποιηταὶ ἔχουσι [[θράσος]] ἀντὶ [[θάρσος]] [[χάριν]] τοῦ μέτρου. Ἐκ τῶν ἐπιθ. καὶ ἐπιρρ. τύπων, τὸ [[θρασύς]] εἶνε σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ἐν χρήσει, τὸ δὲ [[θαρσύς]] μόνον παρὰ μεταγεν.· τὸ [[θαρσέω]] ἢ θαρρέω δὲν ἔχει ἀντίστοιχον τύπον θρασέω, τὰ δὲ [[θαρσύνω]] καὶ [[θρασύνω]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀδιαφόρως.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>I.</b> <i>en b. part</i>;<br /><b>1</b> résolution, courage;<br /><b>2</b> confiance : τινός en qch;<br /><b>II.</b> <i>d’ord. en mauv. part</i> témérité, audace, impudence : [[εἰς]] [[τοῦτο]] θράσους ἀνήκει HDT il en est venu à ce degré d’audace ; προβᾶσ’ ἐπ’ ἔσχατον θράσους SOPH en étant venue au dernier degré d’audace.<br />'''Étymologie:''' cf. [[θάρσος]].
}}
}}