3,274,135
edits
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γέντο''': ἥρπασεν, = ἔλαβεν, γ΄ ἑνικ. παλαιοῦ τινος ῥήματος εὑρισκόμενον μόνον ἐν τούτῳ τῷ τύπῳ, Ἰλ. Θ. 43, Ν. 25, 241, κτλ.·- λέγεται δὲ ὅτι [[εἶναι]] Αἰολ. ἀντὶ τοῦ ἕλετο, ὡς [[κέντο]] ἀντὶ κέλετο, [[ἦνθον]] ἀντὶ ἦλθον, κατ’ ἄλλους ἐκ τῆς ῥίζης γεμ ([[γέμω]]). ΙΙ. συγκεκομμ. ἀντὶ ἐγένετο, ἴδε ἐν λ. [[γίγνομαι]]. | |lstext='''γέντο''': ἥρπασεν, = ἔλαβεν, γ΄ ἑνικ. παλαιοῦ τινος ῥήματος εὑρισκόμενον μόνον ἐν τούτῳ τῷ τύπῳ, Ἰλ. Θ. 43, Ν. 25, 241, κτλ.·- λέγεται δὲ ὅτι [[εἶναι]] Αἰολ. ἀντὶ τοῦ ἕλετο, ὡς [[κέντο]] ἀντὶ κέλετο, [[ἦνθον]] ἀντὶ ἦλθον, κατ’ ἄλλους ἐκ τῆς ῥίζης γεμ ([[γέμω]]). ΙΙ. συγκεκομμ. ἀντὶ ἐγένετο, ἴδε ἐν λ. [[γίγνομαι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>3ᵉ sg. ao. d’un verbe inus.</i><br />il prit, il saisit, acc..<br />'''Étymologie:''' pê éol. p. *Ϝέλετο, ἕλετο, 3ᵉ sg. ao.2 Moy. de [[αἱρέω]].<br /><span class="bld">2</span><i>3ᵉ sg. poét. (par sync. p.</i> ἐγένετο) <i>ao.2 de</i> [[γίγνομαι]]. | |||
}} | }} |