Anonymous

γέντο: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γέντο''': ἥρπασεν, = ἔλαβεν, γ΄ ἑνικ. παλαιοῦ τινος ῥήματος εὑρισκόμενον μόνον ἐν τούτῳ τῷ τύπῳ, Ἰλ. Θ. 43, Ν. 25, 241, κτλ.·- λέγεται δὲ ὅτι [[εἶναι]] Αἰολ. ἀντὶ τοῦ ἕλετο, ὡς [[κέντο]] ἀντὶ κέλετο, [[ἦνθον]] ἀντὶ ἦλθον, κατ’ ἄλλους ἐκ τῆς ῥίζης γεμ ([[γέμω]]). ΙΙ. συγκεκομμ. ἀντὶ ἐγένετο, ἴδε ἐν λ. [[γίγνομαι]].
|lstext='''γέντο''': ἥρπασεν, = ἔλαβεν, γ΄ ἑνικ. παλαιοῦ τινος ῥήματος εὑρισκόμενον μόνον ἐν τούτῳ τῷ τύπῳ, Ἰλ. Θ. 43, Ν. 25, 241, κτλ.·- λέγεται δὲ ὅτι [[εἶναι]] Αἰολ. ἀντὶ τοῦ ἕλετο, ὡς [[κέντο]] ἀντὶ κέλετο, [[ἦνθον]] ἀντὶ ἦλθον, κατ’ ἄλλους ἐκ τῆς ῥίζης γεμ ([[γέμω]]). ΙΙ. συγκεκομμ. ἀντὶ ἐγένετο, ἴδε ἐν λ. [[γίγνομαι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. ao. d’un verbe inus.</i><br />il prit, il saisit, acc..<br />'''Étymologie:''' pê éol. p. *Ϝέλετο, ἕλετο, 3ᵉ sg. ao.2 Moy. de [[αἱρέω]].<br /><span class="bld">2</span><i>3ᵉ sg. poét. (par sync. p.</i> ἐγένετο) <i>ao.2 de</i> [[γίγνομαι]].
}}
}}