ἐννυχεύω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐννῠχεύω''': [[διέρχομαι]] τὴν νύκτα ἔν τινι τόπῳ, [[ἐννυκτερεύω]], τῷ σηκῷ Πλούτ. 2. 434D· μεταφ., Ἔρως, ὃς ἐν μαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος ἐννυχεύεις Σοφ. Ἀντ. 784, ἴδε σημ. Jebb. καὶ πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατ. (ᾨδ. 4. 13, 8) excubat in genis. ΙΙ. ἐπὶ ἀστέρος ἢ ἀστερισμοῦ, [[δύνω]], πότ’ ἐννυχεύει [[χρυσότοξος]] [[Ὠρίων]]; Αἰσώπου Μῦθοι 341 ἔκδ. Ἁλμίου, 413 ἔκδ. Κοραῆ.
|lstext='''ἐννῠχεύω''': [[διέρχομαι]] τὴν νύκτα ἔν τινι τόπῳ, [[ἐννυκτερεύω]], τῷ σηκῷ Πλούτ. 2. 434D· μεταφ., Ἔρως, ὃς ἐν μαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος ἐννυχεύεις Σοφ. Ἀντ. 784, ἴδε σημ. Jebb. καὶ πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατ. (ᾨδ. 4. 13, 8) excubat in genis. ΙΙ. ἐπὶ ἀστέρος ἢ ἀστερισμοῦ, [[δύνω]], πότ’ ἐννυχεύει [[χρυσότοξος]] [[Ὠρίων]]; Αἰσώπου Μῦθοι 341 ἔκδ. Ἁλμίου, 413 ἔκδ. Κοραῆ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> passer la nuit dans, τινι;<br /><b>2</b> passer la nuit <i>ou</i> reposer sur, τινι;<br /><b>3</b> accomplir sa course pendant la nuit <i>en parl. d’une étoile</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἔννυχος]].
}}
}}