ἐννυχεύω

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννῠχεύω Medium diacritics: ἐννυχεύω Low diacritics: εννυχεύω Capitals: ΕΝΝΥΧΕΥΩ
Transliteration A: ennycheúō Transliteration B: ennycheuō Transliteration C: ennycheyo Beta Code: e)nnuxeu/w

English (LSJ)

A to sleep in or on, τῷ σηκῷ Plu.2.434e: metaph., Ἔρως, ὃς ἐν μαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος ἐννυχεύεις S.Ant.784 (lyr.).
II sink, of a star, Babr.124.16.

Spanish (DGE)

1 pasar la noche, pernoctar c. dat. de lugar τῷ σηκῷ Plu.2.434e, τῇ γῇ Philostr.Her.72.5, c. rég. prep. ἐπὶ τοῦ κολωνοῦ τοῦ Ἀχιλλέως Philostr.VA 4.11, ὑπ' αὐτῷ (λίνῳ) ref. la vestimenta pitagórica, Philostr.VA 8.7 (p.309), fig. Ἔρως ὃς ἐν μαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος ἐννυχεύεις S.Ant.784.
2 pasar la noche en vela ἐννυχεύσας ἐνεδύσατο ἐσθῆτα εὐτελῆ A.Thom.A 101.
3 irse a dormir fig. de un astro ponerse πῶς γνώσῃ πότ' ἐννυχεύει χρυσότοξος Ὠρίων; Babr.124.16.

German (Pape)

[Seite 848] darin übernachten; τῇ σηκῷ Plut. def. or. 45; a. Sp., wie Babr. 124, 16. Bei Soph. Ant. 780 ch., Ἔρως, ὃς ἐν μαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος ἐννυχεύεις, der du auf den zarten Wangen verweilst, thronst.

French (Bailly abrégé)

1 passer la nuit dans, τινι;
2 passer la nuit ou reposer sur, τινι;
3 accomplir sa course pendant la nuit en parl. d'une étoile.
Étymologie: ἔννυχος.

Russian (Dvoretsky)

ἐννῠχεύω: (где-л.)
1 проводить ночь, ночевать (τῷ σηκῷ Plut.);
2 покоиться (ἐν μαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος Soph.);
3 (о звездах), совершать ночной путь Babr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννῠχεύω: διέρχομαι τὴν νύκτα ἔν τινι τόπῳ, ἐννυκτερεύω, τῷ σηκῷ Πλούτ. 2. 434D· μεταφ., Ἔρως, ὃς ἐν μαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος ἐννυχεύεις Σοφ. Ἀντ. 784, ἴδε σημ. Jebb. καὶ πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατ. (ᾨδ. 4. 13, 8) excubat in genis. ΙΙ. ἐπὶ ἀστέρος ἢ ἀστερισμοῦ, δύνω, πότ’ ἐννυχεύει χρυσότοξος Ὠρίων; Αἰσώπου Μῦθοι 341 ἔκδ. Ἁλμίου, 413 ἔκδ. Κοραῆ.

Greek Monolingual

ἐννυχεύω (Α) έννυχος
1. διανυκτερεύω, κοιμάμαι κάπου
2. μτφ. διαμένω, διατρίβω κάπου («Ἔρως ὅς ἐν μαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος ἐννυχεύεις», Σοφ.)
3. (για αστέρια) δύω, δύνω («πότ' ἐννυχεύει χρυσότοξος Ὠρίων», Αίσωπ.).

Greek Monotonic

ἐννῠχεύω: μέλ. -σω, περνώ τη νύχτα κάπου, διανυκτερεύω, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. σω
to sleep in or on a place, Soph.