σκωληκόβρωτος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκωληκόβρωτος''': -ον, ὁ ὑπὸ σκωλήκων φαγωμένος, ἐπὶ δένδρου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 1· ὁ σκωλήκων πεπληρωμένος, ἐπὶ ἀνθρώπου, Πράξ. Ἀποστ. ιβ΄, 23· πρβλ. [[σκωληκοτόκος]].
|lstext='''σκωληκόβρωτος''': -ον, ὁ ὑπὸ σκωλήκων φαγωμένος, ἐπὶ δένδρου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 1· ὁ σκωλήκων πεπληρωμένος, ἐπὶ ἀνθρώπου, Πράξ. Ἀποστ. ιβ΄, 23· πρβλ. [[σκωληκοτόκος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> mangé des vers;<br /><b>2</b> piqué des vers.<br />'''Étymologie:''' [[σκώληξ]], [[βιβρώσκω]].
}}
}}