3,277,381
edits
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκωληκόβρωτος''': -ον, ὁ ὑπὸ σκωλήκων φαγωμένος, ἐπὶ δένδρου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 1· ὁ σκωλήκων πεπληρωμένος, ἐπὶ ἀνθρώπου, Πράξ. Ἀποστ. ιβ΄, 23· πρβλ. [[σκωληκοτόκος]]. | |lstext='''σκωληκόβρωτος''': -ον, ὁ ὑπὸ σκωλήκων φαγωμένος, ἐπὶ δένδρου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 1· ὁ σκωλήκων πεπληρωμένος, ἐπὶ ἀνθρώπου, Πράξ. Ἀποστ. ιβ΄, 23· πρβλ. [[σκωληκοτόκος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> mangé des vers;<br /><b>2</b> piqué des vers.<br />'''Étymologie:''' [[σκώληξ]], [[βιβρώσκω]]. | |||
}} | }} |