μανδραγόρας: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μανδρᾰγόρας''': -ου ἢ α, ὁ, Atropa belladonna, φυτὸν ναρκωτικόν, μανδραγόρου [[ῥίζα]] Ἱππ. 420. 19· ὁ μ. τοὺς ἀνθρώπους κοιμίζει Ξεν. Συμπ. 2, 24· μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ ξυμποδίσαι Πλάτ. Πολ. 488C· μανδραγόραν πεπωκόσιν ἐοίκαμεν Δημ. 133. 1· ἐκ μανδραγόρου, ὑπὸ μανδραγόρα καθεύδει «[[τουτέστι]] μανδραγόραν τις πιὼν καὶ ναρκωθεὶς ἢ καρωθεὶς ὑπ’ [[αὐτοῦ]] κοιμᾶται» (Κόντος ἐν Γλωσσ. Παρατ. σ. 69), Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 36, Τίμ. 2.
|lstext='''μανδρᾰγόρας''': -ου ἢ α, ὁ, Atropa belladonna, φυτὸν ναρκωτικόν, μανδραγόρου [[ῥίζα]] Ἱππ. 420. 19· ὁ μ. τοὺς ἀνθρώπους κοιμίζει Ξεν. Συμπ. 2, 24· μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ ξυμποδίσαι Πλάτ. Πολ. 488C· μανδραγόραν πεπωκόσιν ἐοίκαμεν Δημ. 133. 1· ἐκ μανδραγόρου, ὑπὸ μανδραγόρα καθεύδει «[[τουτέστι]] μανδραγόραν τις πιὼν καὶ ναρκωθεὶς ἢ καρωθεὶς ὑπ’ [[αὐτοῦ]] κοιμᾶται» (Κόντος ἐν Γλωσσ. Παρατ. σ. 69), Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 36, Τίμ. 2.
}}
{{bailly
|btext=ου <i>ou</i> α (ὁ) :<br />mandragore, <i>plante stupéfiante ou soporifique</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG terme dont l’obscurité n’étonne pas.
}}
}}