3,270,341
edits
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μανδρᾰγόρας''': -ου ἢ α, ὁ, Atropa belladonna, φυτὸν ναρκωτικόν, μανδραγόρου [[ῥίζα]] Ἱππ. 420. 19· ὁ μ. τοὺς ἀνθρώπους κοιμίζει Ξεν. Συμπ. 2, 24· μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ ξυμποδίσαι Πλάτ. Πολ. 488C· μανδραγόραν πεπωκόσιν ἐοίκαμεν Δημ. 133. 1· ἐκ μανδραγόρου, ὑπὸ μανδραγόρα καθεύδει «[[τουτέστι]] μανδραγόραν τις πιὼν καὶ ναρκωθεὶς ἢ καρωθεὶς ὑπ’ [[αὐτοῦ]] κοιμᾶται» (Κόντος ἐν Γλωσσ. Παρατ. σ. 69), Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 36, Τίμ. 2. | |lstext='''μανδρᾰγόρας''': -ου ἢ α, ὁ, Atropa belladonna, φυτὸν ναρκωτικόν, μανδραγόρου [[ῥίζα]] Ἱππ. 420. 19· ὁ μ. τοὺς ἀνθρώπους κοιμίζει Ξεν. Συμπ. 2, 24· μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ ξυμποδίσαι Πλάτ. Πολ. 488C· μανδραγόραν πεπωκόσιν ἐοίκαμεν Δημ. 133. 1· ἐκ μανδραγόρου, ὑπὸ μανδραγόρα καθεύδει «[[τουτέστι]] μανδραγόραν τις πιὼν καὶ ναρκωθεὶς ἢ καρωθεὶς ὑπ’ [[αὐτοῦ]] κοιμᾶται» (Κόντος ἐν Γλωσσ. Παρατ. σ. 69), Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 36, Τίμ. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου <i>ou</i> α (ὁ) :<br />mandragore, <i>plante stupéfiante ou soporifique</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG terme dont l’obscurité n’étonne pas. | |||
}} | }} |