Anonymous

μανδραγόρας: Difference between revisions

From LSJ
24
(Bailly1_3)
(24)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου <i>ou</i> α (ὁ) :<br />mandragore, <i>plante stupéfiante ou soporifique</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG terme dont l’obscurité n’étonne pas.
|btext=ου <i>ou</i> α (ὁ) :<br />mandragore, <i>plante stupéfiante ou soporifique</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG terme dont l’obscurité n’étonne pas.
}}
{{grml
|mltxt=και [[μαντραγόρας]], ο (AM [[μανδραγόρας]] Μ και μανδράγορος)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] με ναρκωτικές και άλλες θεραπευτικές ιδιότητες που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σολανίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ μανδραγόρου [[καθεύδω]]» ή «ὑπὸ μανδραγόρᾳ [[καθεύδω]]» — [[πέφτω]] σε [[βαθιά]] [[νάρκη]] ή [[μέθη]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[επίθετο]] του [[Διός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Ο Μανδραγόρας</i><br />[[κωμωδία]] του Μακιαβέλι, που θεωρείται η πιο αξιόλογη [[κωμωδία]] της ιταλικής Αναγέννησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της γλώσσας της ιατρικής και της μαγείας. Αβέβαιης ετυμολ. Η ονομ. του φυτού προήλθε πιθ. από το όν. ενός γιατρού. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με την περσική ονομ. του φυτού <i>merdum gij</i><i>ā</i> «[[φυτό]] του ανθρώπου». Τη λ. δανείστηκαν η Αγγλική με τη [[μορφή]] <i>mandrake</i> και η Αρμενική με τη [[μορφή]] <i>manragor</i>].
}}
}}