3,277,306
edits
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰχμή''': ἡ (ἴδε ἐν τέλ.), ἡ [[αἰχμή]], ὅ ἐ. τὸ [[ἄκρον]] τοῦ δόρατος, λόγχης, Λατ. cuspis, [[πάροιθε]] δὲ λάμπετο δουρὸς αἰχμὴ χαλκείη, Ἰλ. Ζ. 319· [[οὕτως]] αἰχμὴ ἔγχεος, Π. 315· τὸ δὲ [[ξύλον]] ὠνομάζετο [[ξυστόν]], Ἡρόδ. 1. 52. 2) ἡ [[αἰχμή]], τὸ ὀξὺ [[ἄκρον]] οἱουδήποτε πράγματος, ἀγκίστρου, κεράτων, Ὀππ. Ἁλ. 1. 216C. 2. 451. ΙΙ. [[λόγχη]], [[δόρυ]], Ἰλ., Ἡρόδ., καὶ Τραγ.· πρὸς τὴν αἰχμὴν ἐτράπετο, ἔδραμεν, ἐστράφη πρὸς τὸ [[δόρυ]] [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 3. 78· αἰχμῇ εἷλε, διὰ τοῦ δόρατος, ὅ ἐ. ἐν πολέμῳ (ἴδε κατωτέρω 3), ὁ αὐτ. 5. 94· τοξουλκὸς [[αἰχμή]], ἐπὶ βέλους, Αἰσχύλ. Πέρσ. 239· ἴδε κατωτέρω 3· σπάνιον παρὰ πεζοῖς τῶν Ἀττ., Ξεν. Κύρ. 4. 6, 4. β) [[ἴσως]] [[μετὰ]] τῆς σημασίας τοῦ σκήπτρου, Αἰσχύλ. Πρ. 405, 925· ἴδε κατωτέρω ΙΙΙ. 2) [[σῶμα]] ἀνδρῶν φερόντων [[δόρυ]], ὡς τὸ [[ἀσπίς]], Πινδ. Ο. 7. 35, Π. 8. 58. Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 276· πρβλ. [[ἀσπίς]] Ι. 2. 3) [[πόλεμος]], [[μάχη]], κακῶς ἡ αἰχμὴ ἑστήκεε, ὁ [[πόλεμος]] ἔκλινε κακῶς, Ἡρόδ. 7. 152· θηρῶν, [[μάχη]] [[μετὰ]] ἀγρίων θηρίων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 158: - ἰδίως ἐν τοῖς συνθέτοις, ὡς, [[αἰχμάλωτος]], [[μεταίχμιος]], [[ὁμαιχμία]]· πρβλ. [[δόρυ]]. 4) μεταφ., ἐπὶ λοιμικῆς νόσου, λοιμοῦ καὶ τῶν ὁμοίων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 803 (ἐὰν ἡ [[λέξις]] δὲν [[εἶναι]] ἐφθαρμένη). ΙΙΙ. φιλοπόλεμον [[πνεῦμα]], [[διάθεσις]], αἰχμὰ νέων θάλλει, Τέρπαν. 6· θρέψε δ’ αἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος, Πινδ. Ν. 10. 23· [[οὕτως]] ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 483., Χο. 625, γυναικὸς ἢ γυναικεία αἰχμά, φαίνεται = [[γυναικεῖον]] [[πνεῦμα]], γυναικεία [[διάδεσις]]· ἀλλ’ ὁ Ἕρμαν. ἑρμηνεύει: imperium, [[κράτος]], κυριαρχίαν, ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 1. (Ἴσως ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ [[ἀΐσσω]], ὡς τὸ δραχμὴ πρὸς τὸ [[δράσσομαι]], Δοναλσ. Νέος Κρατ. σ. 224. Ὁ Κούρτιος ὑπολαμβάνει ὅτι ἔγεινεν ἐξ ὑποθετικῆς λέξεως ἀκιμή, παραχθείσης ἐκ τῶν ἀκή, [[ἀκίς]]). | |lstext='''αἰχμή''': ἡ (ἴδε ἐν τέλ.), ἡ [[αἰχμή]], ὅ ἐ. τὸ [[ἄκρον]] τοῦ δόρατος, λόγχης, Λατ. cuspis, [[πάροιθε]] δὲ λάμπετο δουρὸς αἰχμὴ χαλκείη, Ἰλ. Ζ. 319· [[οὕτως]] αἰχμὴ ἔγχεος, Π. 315· τὸ δὲ [[ξύλον]] ὠνομάζετο [[ξυστόν]], Ἡρόδ. 1. 52. 2) ἡ [[αἰχμή]], τὸ ὀξὺ [[ἄκρον]] οἱουδήποτε πράγματος, ἀγκίστρου, κεράτων, Ὀππ. Ἁλ. 1. 216C. 2. 451. ΙΙ. [[λόγχη]], [[δόρυ]], Ἰλ., Ἡρόδ., καὶ Τραγ.· πρὸς τὴν αἰχμὴν ἐτράπετο, ἔδραμεν, ἐστράφη πρὸς τὸ [[δόρυ]] [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 3. 78· αἰχμῇ εἷλε, διὰ τοῦ δόρατος, ὅ ἐ. ἐν πολέμῳ (ἴδε κατωτέρω 3), ὁ αὐτ. 5. 94· τοξουλκὸς [[αἰχμή]], ἐπὶ βέλους, Αἰσχύλ. Πέρσ. 239· ἴδε κατωτέρω 3· σπάνιον παρὰ πεζοῖς τῶν Ἀττ., Ξεν. Κύρ. 4. 6, 4. β) [[ἴσως]] [[μετὰ]] τῆς σημασίας τοῦ σκήπτρου, Αἰσχύλ. Πρ. 405, 925· ἴδε κατωτέρω ΙΙΙ. 2) [[σῶμα]] ἀνδρῶν φερόντων [[δόρυ]], ὡς τὸ [[ἀσπίς]], Πινδ. Ο. 7. 35, Π. 8. 58. Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 276· πρβλ. [[ἀσπίς]] Ι. 2. 3) [[πόλεμος]], [[μάχη]], κακῶς ἡ αἰχμὴ ἑστήκεε, ὁ [[πόλεμος]] ἔκλινε κακῶς, Ἡρόδ. 7. 152· θηρῶν, [[μάχη]] [[μετὰ]] ἀγρίων θηρίων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 158: - ἰδίως ἐν τοῖς συνθέτοις, ὡς, [[αἰχμάλωτος]], [[μεταίχμιος]], [[ὁμαιχμία]]· πρβλ. [[δόρυ]]. 4) μεταφ., ἐπὶ λοιμικῆς νόσου, λοιμοῦ καὶ τῶν ὁμοίων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 803 (ἐὰν ἡ [[λέξις]] δὲν [[εἶναι]] ἐφθαρμένη). ΙΙΙ. φιλοπόλεμον [[πνεῦμα]], [[διάθεσις]], αἰχμὰ νέων θάλλει, Τέρπαν. 6· θρέψε δ’ αἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος, Πινδ. Ν. 10. 23· [[οὕτως]] ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 483., Χο. 625, γυναικὸς ἢ γυναικεία αἰχμά, φαίνεται = [[γυναικεῖον]] [[πνεῦμα]], γυναικεία [[διάδεσις]]· ἀλλ’ ὁ Ἕρμαν. ἑρμηνεύει: imperium, [[κράτος]], κυριαρχίαν, ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 1. (Ἴσως ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ [[ἀΐσσω]], ὡς τὸ δραχμὴ πρὸς τὸ [[δράσσομαι]], Δοναλσ. Νέος Κρατ. σ. 224. Ὁ Κούρτιος ὑπολαμβάνει ὅτι ἔγεινεν ἐξ ὑποθετικῆς λέξεως ἀκιμή, παραχθείσης ἐκ τῶν ἀκή, [[ἀκίς]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b><b>A.</b> I.</b> pointe de lance de javelot;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> <b>1</b> lance;<br /><b>2</b> combat, lutte, guerre;<br /><b>3</b> domination : γυναικὸς [[αἰχμή]] ESCHL domination d’une femme;<br /><b>B.</b> <i>p. anal.</i> <b>1</b> pointe d’un trait;<br /><b>2</b> le trident de Poséidon;<br /><b>3</b> sceptre.<br />'''Étymologie:''' p. *ἀκίμη, de [[ἀκίς]]. | |||
}} | }} |