3,274,216
edits
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναβιόω''': ἀναβιοῖ, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 29 (ἀλλὰ [[ἀναβιώσκομαι]] [[εἶναι]] ὁ κοινὸς ἐνεστώς): μέλλ. ἀναβιώσομαι: ἀόρ. βϳ ἀνεβίων (.ιδε κατωτέρ.) ἀνεβίουν Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 40: ἀόρ. αϳ ἀνεβίωσα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 10, 3, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 14, 12: πρκμ. ἀναβεβίωκα Πλούτ. 2. 85D· [[ἐπανέρχομαι]] εἰς τὴν ζωήν, ἀναζῶ, ἀναβιῴην νῦν [[πάλιν]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 177· [[ἐπειδὴ]] ἀνεβίω Ἀνδοκ. 16. 27· ἀναβιοὺς ἔλεγεν Πλάτ. Πολ. 614B. | |lstext='''ἀναβιόω''': ἀναβιοῖ, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 29 (ἀλλὰ [[ἀναβιώσκομαι]] [[εἶναι]] ὁ κοινὸς ἐνεστώς): μέλλ. ἀναβιώσομαι: ἀόρ. βϳ ἀνεβίων (.ιδε κατωτέρ.) ἀνεβίουν Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 40: ἀόρ. αϳ ἀνεβίωσα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 10, 3, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 14, 12: πρκμ. ἀναβεβίωκα Πλούτ. 2. 85D· [[ἐπανέρχομαι]] εἰς τὴν ζωήν, ἀναζῶ, ἀναβιῴην νῦν [[πάλιν]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 177· [[ἐπειδὴ]] ἀνεβίω Ἀνδοκ. 16. 27· ἀναβιοὺς ἔλεγεν Πλάτ. Πολ. 614B. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀναβιώσω, <i>ao.2</i> ἀνεβίων, <i>pf.</i> ἀναβεβίωκα;<br />revivre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[βιόω]]. | |||
}} | }} |