ἀναβιόω
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ἀναβιοῖ Arist.Mir.832b6 (but ἀναβιώσκομαι (q.v.) is the common pres.): aor. 2 ἀνεβίων (v. infr.), ἀνεβίουν Luc.Hist.Conscr. 40; later aor. 1 ἀνεβίωσα Arist.HA587a24, Thphr. HP 4.14.12: also aor. Med. ἀναβιώσασθαι Lib.Or.12.50: pf. ἀναβεβίωκα E.ap. Phot.p.107 R., Luc.†:—come to life again, † Ar.Ra.177; ἐπειδὴ ἀνεβιω And.1.125; ἀναβιοὺς ἐλεγεν Pl.R. 614b:—also Med., ἀναβιοῦσθαι Plu.2.377b.
Spanish (DGE)
(ἀναβῐόω) • Alolema(s): ἀμβ- EM 1036
1 volver a la vida, revivir, resucitar ἀναβιοίην νυν πάλιν Ar.Ra.177, cf. E.Fr.955eSn., And.Myst.125, Pl.R.614b, Arist.Mir.832b6, HA 587a24, Hyp.Phil.8, Luc.Hist.Cons.40, Nec.1, Cat.13, I.AI 18.14, Plu.2.85c, Ael.NA 2.29, de la resurrección de la carne, 2Ep.Clem.19.4
•en v. med.-pas., Pl.Phd.89b, Sannyr.10B, Lib.Or.12.50, D.C.51.14.6, Philostr.VA 4.45, dud. en BGU 1040.42 (II a.C.).
2 vivir Eus.DE 3.5.
German (Pape)
[Seite 181] (s. βιόω), 1) wieder aufleben, praes. nur Schol. Pind. P. 3, 96; bes. aor. II. ἀνεβίων, Plat. Rep. X, 614 b; Ar. Ran. 177 u. sonst. – 2) aor. I. med., wieder beleben, αὐτὸν ἀναβιώσασθαι Plat. Phaed. 89 b; Crates bei B. A. 395; auch ἀνεβίωσα, Palaeph. 41, wie Plut. prof. virt. sent. p. 267, wo auch ἀναβεβίωκα steht, beides intrans.; ἀναβιώσεις Ael. N. A. 2, 29.
French (Bailly abrégé)
ἀναβιῶ :
f. ἀναβιώσω, ao.2 ἀνεβίων, pf. ἀναβεβίωκα;
revivre.
Étymologie: ἀνά, βιόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναβιόω:
1 (aor. 1 ἀναβίωσα, aor. 2 ἀνεβίων) оживать, воскресать Arph., Plat., Plut.;
2 med. возвращать к жизни, воскрешать (τινα Plat., Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβιόω: ἀναβιοῖ, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 29 (ἀλλὰ ἀναβιώσκομαι εἶναι ὁ κοινὸς ἐνεστώς): μέλλ. ἀναβιώσομαι: ἀόρ. βϳ ἀνεβίων (.ιδε κατωτέρ.) ἀνεβίουν Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 40: ἀόρ. αϳ ἀνεβίωσα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 10, 3, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 14, 12: πρκμ. ἀναβεβίωκα Πλούτ. 2. 85D· ἐπανέρχομαι εἰς τὴν ζωήν, ἀναζῶ, ἀναβιῴην νῦν πάλιν Ἀριστοφ. Βάτρ. 177· ἐπειδὴ ἀνεβίω Ἀνδοκ. 16. 27· ἀναβιοὺς ἔλεγεν Πλάτ. Πολ. 614B.
Greek Monotonic
ἀναβιόω: μέλ. -βιώσομαι, αόρ. βʹ ἀνεβίων ή -εβίουν· παρακ. -βεβίωκα· επανέρχομαι στη ζωή, ξαναζώ, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Middle Liddell
= ἀναβιώσκομαι.]
to come to life again, return to life, Ar., Plat.
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=ξανάρχομαι στή ζωή). Ἀπό τό ἀνά + βίος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα βιόω.