Anonymous

ἀναβιόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναβιόω''': ἀναβιοῖ, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 29 (ἀλλὰ [[ἀναβιώσκομαι]] [[εἶναι]] ὁ κοινὸς ἐνεστώς): μέλλ. ἀναβιώσομαι: ἀόρ. βϳ ἀνεβίων (.ιδε κατωτέρ.) ἀνεβίουν Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 40: ἀόρ. αϳ ἀνεβίωσα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 10, 3, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 14, 12: πρκμ. ἀναβεβίωκα Πλούτ. 2. 85D· [[ἐπανέρχομαι]] εἰς τὴν ζωήν, ἀναζῶ, ἀναβιῴην νῦν [[πάλιν]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 177· [[ἐπειδὴ]] ἀνεβίω Ἀνδοκ. 16. 27· ἀναβιοὺς ἔλεγεν Πλάτ. Πολ. 614B.
|lstext='''ἀναβιόω''': ἀναβιοῖ, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 29 (ἀλλὰ [[ἀναβιώσκομαι]] [[εἶναι]] ὁ κοινὸς ἐνεστώς): μέλλ. ἀναβιώσομαι: ἀόρ. βϳ ἀνεβίων (.ιδε κατωτέρ.) ἀνεβίουν Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 40: ἀόρ. αϳ ἀνεβίωσα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 10, 3, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 14, 12: πρκμ. ἀναβεβίωκα Πλούτ. 2. 85D· [[ἐπανέρχομαι]] εἰς τὴν ζωήν, ἀναζῶ, ἀναβιῴην νῦν [[πάλιν]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 177· [[ἐπειδὴ]] ἀνεβίω Ἀνδοκ. 16. 27· ἀναβιοὺς ἔλεγεν Πλάτ. Πολ. 614B.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀναβιώσω, <i>ao.2</i> ἀνεβίων, <i>pf.</i> ἀναβεβίωκα;<br />revivre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[βιόω]].
}}
}}