ὑποβαίνω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι, βαίνω ἢ ἵσταμαι [[ὑποκάτω]], τό ὑποβαινόμενον [[σκέλος]], ἐφ’ οὗ ἵσταταί τις, ἐφ’ οὗ στηρίζεται ἀντίθετον πρὸς τὸ ἔξω ἀποβαινόμενον (τὸ χωλὸν [[σκέλος]], τὸ ὁποῖον κλίνει τις πρὸς τὰ ἔξω [[ὅπως]] ἀπαλλάξῃ αὐτὸ ἀπὸ τοῦ βάρους τοῦ σώματος), Ἱππ. π. Ἄρθρ. 819. 2) [[χρησιμεύω]] ὡς βάσις ἢ θεμέλιον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 39, π. Μ. 9. 306, κλπ. ΙΙ. βαίνω πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐπὶ τῆς ἀμπώτιδος, Πλούτ. 2. 897Β. ΙΙΙ. μεταφορικ., [[τεσσαράκοντα]] πόδας ὑποβὰς τῆς ἑτέρης [πυραμίδος] τωὐτὸ [[μέγεθος]], κτίσας αὐτὴν κατὰ [[τεσσαράκοντα]] πόδας χαμηλοτέραν τοῦ μεγέθους τῆς ἑτέρας πυραμίδος, Ἡρόδ. 2. 127· ὑπ. αὐχήματος, [[καταβαίνω]] ἀπὸ τοῦ ὕψους τῶν καυχήσεων, Διον. Ἁλ. 8. 48· ὑπ. τῆς εὐδαιμονίας, [[ἐκπίπτω]] ἐκ τῆς εὐδαιμονίας, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 4, 2· οἳ [θνητοὶ] τῶν ἡρώων ὑπ., [[εἶναι]] κατώτεροι τῶν..., Ἱεροκλ. 138, 5., 20. 7. ― ἀπολ., ἐλαττοῦμαι, καθάπερ ὑπ. τὸ [[τίμημα]] Πλάτ. Νόμ. 775Β. 2) ὑποβὰς ἢ μικρὸν ὑποβάς, ὀλίγον κατωτέρω (ἐν τῷ βιβλίῳ), Στράβ. 47, 271, κ. ἀλλ.· ἴδε τὸ ῥῆμ. [[ὑποκαταβαίνω]]. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 146.
|lstext='''ὑποβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι, βαίνω ἢ ἵσταμαι [[ὑποκάτω]], τό ὑποβαινόμενον [[σκέλος]], ἐφ’ οὗ ἵσταταί τις, ἐφ’ οὗ στηρίζεται ἀντίθετον πρὸς τὸ ἔξω ἀποβαινόμενον (τὸ χωλὸν [[σκέλος]], τὸ ὁποῖον κλίνει τις πρὸς τὰ ἔξω [[ὅπως]] ἀπαλλάξῃ αὐτὸ ἀπὸ τοῦ βάρους τοῦ σώματος), Ἱππ. π. Ἄρθρ. 819. 2) [[χρησιμεύω]] ὡς βάσις ἢ θεμέλιον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 39, π. Μ. 9. 306, κλπ. ΙΙ. βαίνω πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐπὶ τῆς ἀμπώτιδος, Πλούτ. 2. 897Β. ΙΙΙ. μεταφορικ., [[τεσσαράκοντα]] πόδας ὑποβὰς τῆς ἑτέρης [πυραμίδος] τωὐτὸ [[μέγεθος]], κτίσας αὐτὴν κατὰ [[τεσσαράκοντα]] πόδας χαμηλοτέραν τοῦ μεγέθους τῆς ἑτέρας πυραμίδος, Ἡρόδ. 2. 127· ὑπ. αὐχήματος, [[καταβαίνω]] ἀπὸ τοῦ ὕψους τῶν καυχήσεων, Διον. Ἁλ. 8. 48· ὑπ. τῆς εὐδαιμονίας, [[ἐκπίπτω]] ἐκ τῆς εὐδαιμονίας, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 4, 2· οἳ [θνητοὶ] τῶν ἡρώων ὑπ., [[εἶναι]] κατώτεροι τῶν..., Ἱεροκλ. 138, 5., 20. 7. ― ἀπολ., ἐλαττοῦμαι, καθάπερ ὑπ. τὸ [[τίμημα]] Πλάτ. Νόμ. 775Β. 2) ὑποβὰς ἢ μικρὸν ὑποβάς, ὀλίγον κατωτέρω (ἐν τῷ βιβλίῳ), Στράβ. 47, 271, κ. ἀλλ.· ἴδε τὸ ῥῆμ. [[ὑποκαταβαίνω]]. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 146.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑποβήσομαι, <i>ao.2</i> ὑπέβην, <i>etc.</i><br />venir au-dessous ; baisser, descendre : [[τεσσαράκοντα]] πόδας ὑποβὰς τῆς ἑτέρης (πυραμίδος) HDT étant descendu de 40 pieds plus bas que pour l’autre pyramide, l’ayant construite de 40 pieds plus basse.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[βαίνω]].
}}
}}