ἔλπω: Difference between revisions

570 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔλπω''': (ἴδε ἐν τέλει), μεταβατ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἐλπίζῃ, πάντας μέν ῥ’ ἔλπει, «εἰς ἐλπίδα ἄγει, ἐλπίζειν ποιεῖ» (Σχόλ.), Ὀδ. Β. 91. Ν. 380. ΙΙ. ἀλλαχοῦ ἐν τῷ μέσ. ἔλπομαι, Ἐπ. [[ἐέλπομαι]]· γ΄ ἑνικ. παρατ. ἔλπετο καὶ ἐέλπ- μετ’ αὐξήσεως, μόνον [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., ἐν Ὀδ. Ι. 419· [[ὡσαύτως]] πρκμ. εἶλπα Ἰλ. Χ. 216, Ὀδ. Ε. 379, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 271· γ΄ ἑνικ. ὑπερσ. ἐέλπει Ἰλ. Τ. 328, Ὀδ. Υ. 328, κτλ. Ἐλπίζω ἢ προσδοκῶ, [[τρέφω]] ἐλπίδας, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. καὶ Πινδ., [[ἅπαξ]] παρ’ Ἡσ. (ἔνθ’ ἀνωτ.) καὶ Ἡροδ. (ἂν καὶ [[οὗτος]] [[ἐπίσης]] μεταχειρίζεται [[συχνάκις]] καὶ τὸν Ἀττ. τύπον [[ἐλπίζω]]): Συντάσσεται ὡς τὸ [[ἐλπίζω]]: ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ. μέλλ. Ἰλ. Ν. 8, κτλ.· ἀορ. Η. 199· πρκμ. Ο. 110· [[ἐνίοτε]] [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ. Ν. 609, Ο. 539· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] τὸ ἀπαρέμφ. [[δέον]] νὰ νοηθῇ, ἐκτελέσας μέγα [[ἔργον]] ὃ οὔ ποτε ἔλπετε θυμῷ (ἐνν. ἐκτελέσειν) Ὀδ. Γ. 275: ὁ Ὅμ. φιλεῖ τὰς πλεοναστικὰς φράσεις, ἔλπετο θυμῷ Ἰλ. Ρ. 404, κτλ.: ἔλπετο γὰρ κατὰ θυμὸν Κ. 355· ἐέλπετο ὃν κατὰ θυμὸν Ν. 8· [[ὡσαύτως]], [[μάλα]] δέ σφισιν ἔλπετο θυμὸς Ρ. 495· ἔλπετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἑκάστου Ο. 701· ἤλπετ’ ἑνὶ φρεσὶ Ὀδ. Ι. 419. 2) ἀνησύχως [[περιμένω]], φοβοῦμαι, [[μετὰ]] τῆς αὐτῆς συντάξεως, Ὅμ.: ἐλπόμενος τὶ οἱ κακὸν [[εἶναι]] Ἡρόδ. 9. 113. 3) [[καθόλου]], [[νομίζω]], ὑποθέτω, οὔ ποθι ἔλπομαι οὕτω δεύεσθαι πολέμοιο... Ἀχαιοὺς Ἰλ. Ν. 309· ἐπὴν ἡμέας ἔλπῃ [[ποτὶ]] δώματ’ ἀφῖχθαι Ὀδ. Ζ. 297· οὐ γὰρ ὅ γ’ ἀθανάτων τιν’ ἐέλπετο ὃν κατὰ θυμὸν ἐλθόντ’ ἢ Τρώεσσιν ἀρηξέμεν, κτλ., Ἰλ. Ν. 8. πρβλ. Η. 199, Ο. 110, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 65. (Ἐκ τῆς √ϜΕΛΠ ὡς φαίνεται ἐκ τῶν τύπων [[ἐέλπομαι]], [[ἔολπα]]: [[ἐντεῦθεν]] δὲ καὶ τὰ [[ἐλπίς]], [[ἐλπίζω]], [[ἐλπωρή]], καὶ ἐπαλπνος, ἄλπνιστος, πρβλ. Λατ. volup, volupe (Plaut.), volup-tas).
|lstext='''ἔλπω''': (ἴδε ἐν τέλει), μεταβατ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἐλπίζῃ, πάντας μέν ῥ’ ἔλπει, «εἰς ἐλπίδα ἄγει, ἐλπίζειν ποιεῖ» (Σχόλ.), Ὀδ. Β. 91. Ν. 380. ΙΙ. ἀλλαχοῦ ἐν τῷ μέσ. ἔλπομαι, Ἐπ. [[ἐέλπομαι]]· γ΄ ἑνικ. παρατ. ἔλπετο καὶ ἐέλπ- μετ’ αὐξήσεως, μόνον [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., ἐν Ὀδ. Ι. 419· [[ὡσαύτως]] πρκμ. εἶλπα Ἰλ. Χ. 216, Ὀδ. Ε. 379, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 271· γ΄ ἑνικ. ὑπερσ. ἐέλπει Ἰλ. Τ. 328, Ὀδ. Υ. 328, κτλ. Ἐλπίζω ἢ προσδοκῶ, [[τρέφω]] ἐλπίδας, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. καὶ Πινδ., [[ἅπαξ]] παρ’ Ἡσ. (ἔνθ’ ἀνωτ.) καὶ Ἡροδ. (ἂν καὶ [[οὗτος]] [[ἐπίσης]] μεταχειρίζεται [[συχνάκις]] καὶ τὸν Ἀττ. τύπον [[ἐλπίζω]]): Συντάσσεται ὡς τὸ [[ἐλπίζω]]: ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ. μέλλ. Ἰλ. Ν. 8, κτλ.· ἀορ. Η. 199· πρκμ. Ο. 110· [[ἐνίοτε]] [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ. Ν. 609, Ο. 539· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] τὸ ἀπαρέμφ. [[δέον]] νὰ νοηθῇ, ἐκτελέσας μέγα [[ἔργον]] ὃ οὔ ποτε ἔλπετε θυμῷ (ἐνν. ἐκτελέσειν) Ὀδ. Γ. 275: ὁ Ὅμ. φιλεῖ τὰς πλεοναστικὰς φράσεις, ἔλπετο θυμῷ Ἰλ. Ρ. 404, κτλ.: ἔλπετο γὰρ κατὰ θυμὸν Κ. 355· ἐέλπετο ὃν κατὰ θυμὸν Ν. 8· [[ὡσαύτως]], [[μάλα]] δέ σφισιν ἔλπετο θυμὸς Ρ. 495· ἔλπετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἑκάστου Ο. 701· ἤλπετ’ ἑνὶ φρεσὶ Ὀδ. Ι. 419. 2) ἀνησύχως [[περιμένω]], φοβοῦμαι, [[μετὰ]] τῆς αὐτῆς συντάξεως, Ὅμ.: ἐλπόμενος τὶ οἱ κακὸν [[εἶναι]] Ἡρόδ. 9. 113. 3) [[καθόλου]], [[νομίζω]], ὑποθέτω, οὔ ποθι ἔλπομαι οὕτω δεύεσθαι πολέμοιο... Ἀχαιοὺς Ἰλ. Ν. 309· ἐπὴν ἡμέας ἔλπῃ [[ποτὶ]] δώματ’ ἀφῖχθαι Ὀδ. Ζ. 297· οὐ γὰρ ὅ γ’ ἀθανάτων τιν’ ἐέλπετο ὃν κατὰ θυμὸν ἐλθόντ’ ἢ Τρώεσσιν ἀρηξέμεν, κτλ., Ἰλ. Ν. 8. πρβλ. Η. 199, Ο. 110, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 65. (Ἐκ τῆς √ϜΕΛΠ ὡς φαίνεται ἐκ τῶν τύπων [[ἐέλπομαι]], [[ἔολπα]]: [[ἐντεῦθεν]] δὲ καὶ τὰ [[ἐλπίς]], [[ἐλπίζω]], [[ἐλπωρή]], καὶ ἐπαλπνος, ἄλπνιστος, πρβλ. Λατ. volup, volupe (Plaut.), volup-tas).
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. 3ᵉ sg.</i> ἔλπει;<br />faire espérer : τινα donner de l’espoir à qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> εἴλπομαι (<i>impf.</i> [[ἠλπόμην]], <i>pf.</i> [[ἔολπα]] <i>au sens du prés., pqp.</i> [[ἐώλπειν]] <i>au sens de l’impf.) : propr.</i> attendre, s’attendre à, <i>d’où</i><br /><b>1</b> <i>en b. part</i> espérer, acc.;<br /><b>2</b> <i>simpl.</i> penser, croire;<br /><b>3</b> <i>en mauv. part</i> craindre.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝελπ, espérer ; cf. <i>lat.</i> voluptas.
}}
}}