ἰδιωτικός: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰδιωτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἰδιώτην, [[σῖτος]] καὶ [[ἑαυτοῦ]] (τοῦ τυραννεύοντος τῆς Μιλήτου Θρασυβούλου) καὶ ἰδιωτικὸς Ἡρόδ. 1. 21· ἐς πύργον μέγαν... καταφυγόντας ἰδιωτικὸν 4. 164· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[βασιλικός]], Πλάτ. Κριτί. 117Β· πρὸς τὸ [[πολιτικός]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 258D· ίδιωτικὴ [[τριήρης]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν Πάραλον, Δημ. 570, ἐν τέλ.· [[οἰωνός]] οὐκ ίδιωτικός, οὐχὶ ἐκ τῶν συνήθων, ἀλλὰ προμηνύων μέγα τι, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 23· ἰδιωτικοὶ λόγοι, ὑποθέσεις ἰδιωτικαί, Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 56. ΙΙ. μὴ πεποιημένος κατὰ τοὺς κανόνας τῆς τέχνης, [[ἄξεστος]], ἄτεχνος, Πλάτ. Εὐθύδημ. 282D· φαῦλον καὶ ἰδιωτικὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζ. 287, ἐν Ἴωνι 532D, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234· τὸ ἰδ. ἐν τῇ λέξει Ἀριστ. Ποιητ. 22. 7 κἑξ.· ἐν τῷ Ἐπιρρ., μὴ φαύλως [[μηδὲ]] ἰδιωτικῶς Πλάτ. Νόμ. 966Ε, πρβλ. 839Ε· ἰδιωτικῶς καὶ γελοίως ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 278D· ἰδιωτικῶς ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 394Α· [[οὕτως]], ἰδιωτικῶς τὸ [[σῶμα]] ἔχειν, ἀμελεῖν τῶν σωματικῶν ἀσκήσεων, Ξεν. Ἀπομν. 3. 12, 1· - πρβλ. [[ἰδιώτης]] ΙΙΙ.
|lstext='''ἰδιωτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἰδιώτην, [[σῖτος]] καὶ [[ἑαυτοῦ]] (τοῦ τυραννεύοντος τῆς Μιλήτου Θρασυβούλου) καὶ ἰδιωτικὸς Ἡρόδ. 1. 21· ἐς πύργον μέγαν... καταφυγόντας ἰδιωτικὸν 4. 164· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[βασιλικός]], Πλάτ. Κριτί. 117Β· πρὸς τὸ [[πολιτικός]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 258D· ίδιωτικὴ [[τριήρης]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν Πάραλον, Δημ. 570, ἐν τέλ.· [[οἰωνός]] οὐκ ίδιωτικός, οὐχὶ ἐκ τῶν συνήθων, ἀλλὰ προμηνύων μέγα τι, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 23· ἰδιωτικοὶ λόγοι, ὑποθέσεις ἰδιωτικαί, Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 56. ΙΙ. μὴ πεποιημένος κατὰ τοὺς κανόνας τῆς τέχνης, [[ἄξεστος]], ἄτεχνος, Πλάτ. Εὐθύδημ. 282D· φαῦλον καὶ ἰδιωτικὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζ. 287, ἐν Ἴωνι 532D, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234· τὸ ἰδ. ἐν τῇ λέξει Ἀριστ. Ποιητ. 22. 7 κἑξ.· ἐν τῷ Ἐπιρρ., μὴ φαύλως [[μηδὲ]] ἰδιωτικῶς Πλάτ. Νόμ. 966Ε, πρβλ. 839Ε· ἰδιωτικῶς καὶ γελοίως ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 278D· ἰδιωτικῶς ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 394Α· [[οὕτως]], ἰδιωτικῶς τὸ [[σῶμα]] ἔχειν, ἀμελεῖν τῶν σωματικῶν ἀσκήσεων, Ξεν. Ἀπομν. 3. 12, 1· - πρβλ. [[ἰδιώτης]] ΙΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> d’homme privé, de simple particulier, de simple citoyen : ἰδιωτικὴ [[τριήρης]] DÉM galère privée, <i>p. opp. à la galère Paralienne</i>;<br /><b>2</b> qui concerne les gens du commun, les ignorants ; trivial, vulgaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἰδιώτης]].
}}
}}