3,270,802
edits
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> d’homme privé, de simple particulier, de simple citoyen : ἰδιωτικὴ [[τριήρης]] DÉM galère privée, <i>p. opp. à la galère Paralienne</i>;<br /><b>2</b> qui concerne les gens du commun, les ignorants ; trivial, vulgaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἰδιώτης]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> d’homme privé, de simple particulier, de simple citoyen : ἰδιωτικὴ [[τριήρης]] DÉM galère privée, <i>p. opp. à la galère Paralienne</i>;<br /><b>2</b> qui concerne les gens du commun, les ignorants ; trivial, vulgaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἰδιώτης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ιδιωτικός]], -ή, -όν) [[ιδιώτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιδιώτη (α. «ιδιωτικά δάνεια» — δάνεια που δόθηκαν από ιδιώτη και όχι από το [[δημόσιο]]» β. «ιδιωτικό [[σχολείο]]» γ. «εἰς πύργον μέγαν... ἰδιωτικόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ιδιωτικά συμβόλαια» — συμβόλαια που γίνονται [[μεταξύ]] ιδιωτών<br /><b>2.</b> «ιδιωτική [[κατηγορία]]» — η [[άσκηση]] ποινικής αγωγής από αδικημένο [[άτομο]]<br /><b>3.</b> «ιδιωτικό [[δίκαιο]]» — το [[δίκαιο]] που ρυθμίζει τις σχέσεις τών ατόμων [[μεταξύ]] τους<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έγινε από [[άπειρο]] άνθρωπο<br /><b>2.</b> ο [[ιδιόκτητος]]<br /><b>3.</b> [[κοσμικός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον [[ιερό]] ή τον εκκλησιαστικό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο, ύφος, [[έκφραση]]) αυτός που λέχθηκε άτεχνα, άκομψα<br /><b>2.</b> (για [[γλώσσα]]) χυδαία<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν έχει ειδικό [[επάγγελμα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α. «ἰδιωτικὸν [[σύγγραμμα]]» — [[σύγγραμμα]] που δεν έχει πολιτικό [[περιεχόμενο]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «ἰδιωτικὸς [[κανών]]» — [[φόρος]] που επιβαλλόταν σε ιδιώτη για γη που του ανήκε<br />γ. «ἰδιωτικὸς [[οἰωνός]]» — [[οιωνός]] που δεν προλέγει [[σημαντικά]] πράγματα<br />δ) «[[ἰδιωτικός]] [[βίος]]» — [[μοναχικός]] [[βίος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιδιωτικώς</i> και -<i>ά</i> (Α ἰδιωτικῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με τρόπο που αρμόζει σε ιδιώτη<br /><b>2.</b> ατομικά, προσωπικά<br /><b>3.</b> εμπιστευτικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ατέχνως<br /><b>2.</b> με ειδικό τρόπο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἰδιωτικῶς τὸ [[σῶμα]] ἔχω» — [[αμελώ]] τις σωματικές ασκήσεις. | |||
}} | }} |