αὐτοσχεδιαστής: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτοσχεδιαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐκ τοῦ προχείρου πράττων ἤ ὁμιλῶν καὶ ἑπομ., ἀρχάριος, [[ἀνεπιτήδειος]], [[τεχνίτης]] Ξεν. Πολ. Λακ. 13, 5.
|lstext='''αὐτοσχεδιαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐκ τοῦ προχείρου πράττων ἤ ὁμιλῶν καὶ ἑπομ., ἀρχάριος, [[ἀνεπιτήδειος]], [[τεχνίτης]] Ξεν. Πολ. Λακ. 13, 5.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui s’occupe de qch sans y être préparé.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτοσχεδιάζω]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[τεχνίτης]].
}}
}}