αὐτοσχεδιαστής
English (LSJ)
αὐτοσχεδιαστοῦ, ὁ, one who acts or speaks offhand: and so, raw hand, bungler, opp. τεχνίτης, X.Lac.13.5.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
inexperto op. τεχνίτης: αὐ. εἶναι τῶν στρατιωτικῶν X.Lac.13.5, cf. Stratt.82.
German (Pape)
[Seite 403] ὁ, der ohne Vorbereitung u. Überlegung spricht u. handelt, dah. Pfuscher, Gegensatz τεχνίτης Xen. Lac. 13. 5.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui s'occupe de qch sans y être préparé.
Étymologie: αὐτοσχεδιάζω.
Ant. τεχνίτης.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοσχεδιαστής: οῦ ὁ действующий или говорящий без всякой подготовки, без знания дела, верхогляд, дилетант: αὐ. τῶν στρατιωτικῶν Xen. профан в военных делах.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοσχεδιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐκ τοῦ προχείρου πράττων ἤ ὁμιλῶν καὶ ἑπομ., ἀρχάριος, ἀνεπιτήδειος, τεχνίτης Ξεν. Πολ. Λακ. 13, 5.
Greek Monolingual
ο (Α αὐτοσχεδιαστής) αυτοσχεδιάζω
αυτός που μιλά ή ενεργεί πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία.
Greek Monotonic
αὐτοσχεδιαστής: -οῦ, ὁ, αυτός που ενεργεί ή μιλάει πρόχειρα· αρχάριος, άπειρος, Λατ. tiro, σε Ξεν.
Middle Liddell
[From αὐτοσχέδιος
one who acts or speaks offhand: a raw hand, bungler, Lat. tiro, Xen.