3,274,919
edits
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἥμῐσυς''': -εια, υ γεν, [[ἡμίσεος]], Ἡρόδ. 2. 126, Θουκ. 2. 78., 4. 83, Πλάτ., κλ. (οὕτω καὶ ἐν ταῖς Ἀττ. Ἐπιγρ), Ξεν. Οἰκ. 18, 8· παρὰ μεταγεν. συνῃρ. ἡμίσους, Διον. Ἁλ. 4. 17, Πλούτ., κλ. ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. ἀρσ. Ἰων. ἡμίσεες, -εας, Ἀττ. συνῃρ. ἡμίσεις· ἀλλὰ τὸ ἡμίσεας εὕρηται ἐν ἱκανοῖς χειρογρ. τοῦ Θουκ. 8. 64, καὶ προτιμᾶται ὑπὸ τοῦ Φρυν. ἐν Α. Β. 41· - οὑδ. πλήθ. ἡμίσεα, παρὰ μεταγενεστ. Ἀττικοῖς ἡμίση, ἴδε Δινδ. Δημ. προοιμ. ΧΙ· - τὸ Ἰων. θηλ. ἡμισέα. (Περί τῆς ῤίζης ἴδε ἡμι-). Ἥμισυς, «μισός», Λατ. semis, ἐν χρήσει καὶ ὡς ἐπίθετον καὶ ὡς οὐσιαστικόν: 1) ὡς ἐπίθετον, ἡμίσεες λαοί, οἱ ἡμίσεις ἄνθρωποι, Ἰλ. Φ. 7· ἡμ, δ’ ἄρα λαοὶ ἐρητύοντο... ἡμ. δ’ ἀναβάντες έλαύνομεν Ὀδ. Γ. 155 κἑξ. (ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸ οὐδ. ἥμισυ ὡς οὑσιαστ., ἴδε κατωτ. ΙΙ)· τούς ἡμίσεας ἀποστέλλειν Ἠρόδ. 9. 51, πρβλ. Θουκ. 3. 20, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 6, κτλ· [[ἥμισυς]] [[λόγος]], τὸ ἥμισυ τῆς διηγήσεως, Αἰσχύλ. Εὐμ. 428· τὸ ἥμισυ [[τεῖχος]] Θουκ. 2. 78· ὁ ἥμ. ἀριθμός Πλάτ. Νόμ. 946Α· - [[μετὰ]] γεν. ὡς συγκρ., τὸ [[τεῖχος]] ἥμισυ ἐτελέσθη οὗ διενοεῖτο, ἥμισυ ἐκείνου, [[ὅπερ]] εἶχε κατὰ νοῦν. Θουκ. 1. 93· - μεταφ., τέλεον καὶ οὐδ’ ἥμισυν δεῖ τὸν νομοθέτην [[εἶναι]], καὶ οὐχὶ «μισός» ἐν τοῖς νομεθετήμασι, Πλάτ. Νόμ. 806C, προβ. 674D. 2) παρὰ πεζοῖς [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] τοῦ οὐσιαστ. κατὰ γεν., οὗτὸ γένος καὶ τὸν ἀριθμὸν λαμβάνει τὸ ἐπίθετον [[ἥμισυς]]· τῶν νήσων τὰς ἡμισέας Ἡρόδ. 2. 10, τῶν ἀνδραπόδων τὰ ἡμίσεα ὁ αὐτ. 6. 23· ἐπί τῇ ἡμισείᾳ τῆς γῆς Θουκ. 5. 31· αἱ ἡμίσειαι τῶν νεῶν, «τὰ μισὰ πλοῖα», τὸ ἥμισυ τῶν πλοίων, ὁ αὐτ. 8. 8· οἱ ἡμίσεις τῶν ἄρτων Ξεν. Κύρ. 4. 5, 4· ὁ [[ἥμισυς]] τοῦ ἀριθμοῦ Πλάτ. Φαίδων. 104Α· τοῦ χρόνου Δημ. 459. 14· παραλειπομένης τῆς γεν., οἱ ἡμ., τὸ ἥμισυ αὐτῶν, Θουκ. 3. 20. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) οὐδ. οὐσιαστ. ἥμισυ, τὸ ἥμισυ [[τιμῆς]], ἐνάρων, ἀρετῆς Ἰλ. Ι. 616, Ρ. 231, Ὀδ. Ρ. 322· τὸ μὲν..., τὸ δ’ ἥμισυ Ἰλ. Ν. 565· πλέον ἥμισυ παντὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 40, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 466D· [[ὑπὲρ]] ἥμισυ πάντων Ξεν. Κύρ. 3. 3, 47· ἥμισυ οὗ δεῖ Πλάτ. Φαίδων 77C, κτλ.· ἀλλὰ συνήθ. [[μετὰ]] τοῦ ἄρθρ., τὸ ἥμ. τοῦ στρατοῦ Θουκ. 4. 83, οὕτω Πλάτ. κλπ.· [[ὡσαύτως]], [[θὤμισυ]] (δηλ. τὸ ἥμισυ) Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 557· θἤμισυ Ἀριστοφ. Λυσ. 116· - ἐν τῷ πληθ., τὰ ἡμίσεα τῆς χορείας Πλάτ. Νόμ. 672Ε· ἄρτων ἡμίσεα Ξεν. Ἀν. 1. 9. 26 - ἐν χρήσει [[μετὰ]] τὰ ἀριθμητ., δεκατεττάρων καὶ ἡμίσους Στράβ. 134· μνῶν... [[δώδεκα]] καὶ ἡμίσους Διον. Ἁλ. 4. 17· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ καὶ μυριάδων ἑπτὰ ἡμίσους Πλούτ. Μαρ. 34· [[ὡσαύτως]], τριῶν ἥμισυ σταδίων Στράβ. 379, πρβλ. Πλούτ. Κάτωνι Νεωτ. 44· - [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ἀπολ. ὡς ἐπίρρ., ἥμισυ μέν νύμφην... ἥμισυ δ’ [[αὖτε]] ὄφιν Ἡσ. Θ. 298, πρβλ. Πίνδ. Ν. 10. 163, 165· καὶ ἐν τῷ πληθ., τὰ μὲν ἡμίσεα [[φιλόπονος]], τὰ δὲ ἡμίσεα [[ἄπονος]] Πλάτ. Πολ. 535D· - [[μετὰ]] προθ., οὐδ’ εἰς ἥμισυ, [[οὔτε]] τὸ ἥμισυ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 452· ἐφ’ [[ἡμίσεος]], κατὰ το ἥμισυ τελειωμένος, Πλάτ. Πολ. 601C (κοινῶς ἡμισέως ὡς ἐπίρρ.). 2) ὡς θηλ. ἡ [[ἡμίσεια]] (ἐνν. [[μοῖρα]]), τῇ ἡμισείᾳ τῆς γῆς Θουκ. 5. 31· τοῦ τιμήματος, Πλάτ. Νόμ. 956D· ἐφ’ ἡμισείᾳ, [[μέχρι]] τοῦ [[ἡμίσεος]], Δημ. 430. 8· ἐξ ἡμισείας Λουκ., κτλ. Ἐν ταῖς Ἀττ. Ἐπιγρ. εὕρηται καὶ ἥμυσυς καὶ θηλ. ἡμίσεα, Meisterh 28, 5., 150. 12. | |lstext='''ἥμῐσυς''': -εια, υ γεν, [[ἡμίσεος]], Ἡρόδ. 2. 126, Θουκ. 2. 78., 4. 83, Πλάτ., κλ. (οὕτω καὶ ἐν ταῖς Ἀττ. Ἐπιγρ), Ξεν. Οἰκ. 18, 8· παρὰ μεταγεν. συνῃρ. ἡμίσους, Διον. Ἁλ. 4. 17, Πλούτ., κλ. ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. ἀρσ. Ἰων. ἡμίσεες, -εας, Ἀττ. συνῃρ. ἡμίσεις· ἀλλὰ τὸ ἡμίσεας εὕρηται ἐν ἱκανοῖς χειρογρ. τοῦ Θουκ. 8. 64, καὶ προτιμᾶται ὑπὸ τοῦ Φρυν. ἐν Α. Β. 41· - οὑδ. πλήθ. ἡμίσεα, παρὰ μεταγενεστ. Ἀττικοῖς ἡμίση, ἴδε Δινδ. Δημ. προοιμ. ΧΙ· - τὸ Ἰων. θηλ. ἡμισέα. (Περί τῆς ῤίζης ἴδε ἡμι-). Ἥμισυς, «μισός», Λατ. semis, ἐν χρήσει καὶ ὡς ἐπίθετον καὶ ὡς οὐσιαστικόν: 1) ὡς ἐπίθετον, ἡμίσεες λαοί, οἱ ἡμίσεις ἄνθρωποι, Ἰλ. Φ. 7· ἡμ, δ’ ἄρα λαοὶ ἐρητύοντο... ἡμ. δ’ ἀναβάντες έλαύνομεν Ὀδ. Γ. 155 κἑξ. (ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸ οὐδ. ἥμισυ ὡς οὑσιαστ., ἴδε κατωτ. ΙΙ)· τούς ἡμίσεας ἀποστέλλειν Ἠρόδ. 9. 51, πρβλ. Θουκ. 3. 20, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 6, κτλ· [[ἥμισυς]] [[λόγος]], τὸ ἥμισυ τῆς διηγήσεως, Αἰσχύλ. Εὐμ. 428· τὸ ἥμισυ [[τεῖχος]] Θουκ. 2. 78· ὁ ἥμ. ἀριθμός Πλάτ. Νόμ. 946Α· - [[μετὰ]] γεν. ὡς συγκρ., τὸ [[τεῖχος]] ἥμισυ ἐτελέσθη οὗ διενοεῖτο, ἥμισυ ἐκείνου, [[ὅπερ]] εἶχε κατὰ νοῦν. Θουκ. 1. 93· - μεταφ., τέλεον καὶ οὐδ’ ἥμισυν δεῖ τὸν νομοθέτην [[εἶναι]], καὶ οὐχὶ «μισός» ἐν τοῖς νομεθετήμασι, Πλάτ. Νόμ. 806C, προβ. 674D. 2) παρὰ πεζοῖς [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] τοῦ οὐσιαστ. κατὰ γεν., οὗτὸ γένος καὶ τὸν ἀριθμὸν λαμβάνει τὸ ἐπίθετον [[ἥμισυς]]· τῶν νήσων τὰς ἡμισέας Ἡρόδ. 2. 10, τῶν ἀνδραπόδων τὰ ἡμίσεα ὁ αὐτ. 6. 23· ἐπί τῇ ἡμισείᾳ τῆς γῆς Θουκ. 5. 31· αἱ ἡμίσειαι τῶν νεῶν, «τὰ μισὰ πλοῖα», τὸ ἥμισυ τῶν πλοίων, ὁ αὐτ. 8. 8· οἱ ἡμίσεις τῶν ἄρτων Ξεν. Κύρ. 4. 5, 4· ὁ [[ἥμισυς]] τοῦ ἀριθμοῦ Πλάτ. Φαίδων. 104Α· τοῦ χρόνου Δημ. 459. 14· παραλειπομένης τῆς γεν., οἱ ἡμ., τὸ ἥμισυ αὐτῶν, Θουκ. 3. 20. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) οὐδ. οὐσιαστ. ἥμισυ, τὸ ἥμισυ [[τιμῆς]], ἐνάρων, ἀρετῆς Ἰλ. Ι. 616, Ρ. 231, Ὀδ. Ρ. 322· τὸ μὲν..., τὸ δ’ ἥμισυ Ἰλ. Ν. 565· πλέον ἥμισυ παντὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 40, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 466D· [[ὑπὲρ]] ἥμισυ πάντων Ξεν. Κύρ. 3. 3, 47· ἥμισυ οὗ δεῖ Πλάτ. Φαίδων 77C, κτλ.· ἀλλὰ συνήθ. [[μετὰ]] τοῦ ἄρθρ., τὸ ἥμ. τοῦ στρατοῦ Θουκ. 4. 83, οὕτω Πλάτ. κλπ.· [[ὡσαύτως]], [[θὤμισυ]] (δηλ. τὸ ἥμισυ) Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 557· θἤμισυ Ἀριστοφ. Λυσ. 116· - ἐν τῷ πληθ., τὰ ἡμίσεα τῆς χορείας Πλάτ. Νόμ. 672Ε· ἄρτων ἡμίσεα Ξεν. Ἀν. 1. 9. 26 - ἐν χρήσει [[μετὰ]] τὰ ἀριθμητ., δεκατεττάρων καὶ ἡμίσους Στράβ. 134· μνῶν... [[δώδεκα]] καὶ ἡμίσους Διον. Ἁλ. 4. 17· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ καὶ μυριάδων ἑπτὰ ἡμίσους Πλούτ. Μαρ. 34· [[ὡσαύτως]], τριῶν ἥμισυ σταδίων Στράβ. 379, πρβλ. Πλούτ. Κάτωνι Νεωτ. 44· - [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ἀπολ. ὡς ἐπίρρ., ἥμισυ μέν νύμφην... ἥμισυ δ’ [[αὖτε]] ὄφιν Ἡσ. Θ. 298, πρβλ. Πίνδ. Ν. 10. 163, 165· καὶ ἐν τῷ πληθ., τὰ μὲν ἡμίσεα [[φιλόπονος]], τὰ δὲ ἡμίσεα [[ἄπονος]] Πλάτ. Πολ. 535D· - [[μετὰ]] προθ., οὐδ’ εἰς ἥμισυ, [[οὔτε]] τὸ ἥμισυ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 452· ἐφ’ [[ἡμίσεος]], κατὰ το ἥμισυ τελειωμένος, Πλάτ. Πολ. 601C (κοινῶς ἡμισέως ὡς ἐπίρρ.). 2) ὡς θηλ. ἡ [[ἡμίσεια]] (ἐνν. [[μοῖρα]]), τῇ ἡμισείᾳ τῆς γῆς Θουκ. 5. 31· τοῦ τιμήματος, Πλάτ. Νόμ. 956D· ἐφ’ ἡμισείᾳ, [[μέχρι]] τοῦ [[ἡμίσεος]], Δημ. 430. 8· ἐξ ἡμισείας Λουκ., κτλ. Ἐν ταῖς Ἀττ. Ἐπιγρ. εὕρηται καὶ ἥμυσυς καὶ θηλ. ἡμίσεα, Meisterh 28, 5., 150. 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εια, υ ; <i>gén.</i> εος, <i>par contr. réc.</i> -ους;<br /><b>I.</b> demi, qui forme la moitié ; ἡμίσεες IL la moitié des Troyens ; τὸ ἥμισυ [[τεῖχος]] THC la moitié du rempart ; <i>subst. avec le gén.</i> [[οἱ]] ἡμίσεις [[τῶν]] ἄρτων XÉN la moitié des pains ; [[αἱ]] ἡμίσειαι [[τῶν]] [[νεῶν]] THC la moitié des navires ; [[τῶν]] ἀνδραπόδων τὰ [[ἡμίσεα]] HDT la moitié des esclaves ; <i>au sg.</i> ὁ [[ἥμισυς]] [[τοῦ]] ἀριθμοῦ PLAT la moitié du nombre ; ἡ [[ἡμίσεια]] τῆς γῆς THC la moitié de la terre;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> <b>1</b> ἡ [[ἡμίσεια]] ([[μοῖρα]]) la moitié;<br /><b>2</b> τὸ ἥμισυ ([[μέρος]]) la moitié ; τὸ ἥμισυ [[τοῦ]] στρατοῦ THC la moitié de l’armée ; μυριάδων ἑπτὰ ἡμίσους PLUT de sept myriades et demie;<br /><b>3</b> τὰ [[ἡμίσεα]] <i>ou</i> [[ἡμίσεα]] XÉN la moitié.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, cf. <i>lat.</i> semi-. | |||
}} | }} |