λίσπος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λίσπος''': -η, -ον, (λίς, ἡ)· ― [[λεῖος]], ἐστιλβωμένος, [[λίσπη]] [[γλῶσσα]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 826· ― [[ὡσαύτως]], [[σμικρός]], [[ἀσήμαντος]], Σχολ. ἐν τόπῳ πρβλ. [[λίσφος]]. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. λίσπαι, αἱ, κύβοι κοπτόμενοι εἰς δύο ὑπὸ φίλων (ξένων), ὧν [[ἑκάτερος]] φυλάττει τὸ ἥμισυ εἰς ἀνάμνησιν (σύμβολα, tesserae hospitalitatis), [[ὥστε]] ἡ πραγματικότης τοῦ δεσμοῦ τῆς φιλίας ἠδύνατο νὰ ἀποδειχθῇ διὰ τῆς παρουσιάσεως αὐτῶν, Πλάτ. Συμπ. 193Α, πρβλ. Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 610· ― οὕτω λίσποι, οἱ, Σουΐδ.
|lstext='''λίσπος''': -η, -ον, (λίς, ἡ)· ― [[λεῖος]], ἐστιλβωμένος, [[λίσπη]] [[γλῶσσα]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 826· ― [[ὡσαύτως]], [[σμικρός]], [[ἀσήμαντος]], Σχολ. ἐν τόπῳ πρβλ. [[λίσφος]]. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. λίσπαι, αἱ, κύβοι κοπτόμενοι εἰς δύο ὑπὸ φίλων (ξένων), ὧν [[ἑκάτερος]] φυλάττει τὸ ἥμισυ εἰς ἀνάμνησιν (σύμβολα, tesserae hospitalitatis), [[ὥστε]] ἡ πραγματικότης τοῦ δεσμοῦ τῆς φιλίας ἠδύνατο νὰ ἀποδειχθῇ διὰ τῆς παρουσιάσεως αὐτῶν, Πλάτ. Συμπ. 193Α, πρβλ. Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 610· ― οὕτω λίσποι, οἱ, Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />usé par le frottement ; affilé, aiguisé.<br />'''Étymologie:''' R. Λι, lisser, polir, cf. [[λεῖος]].
}}
}}