Anonymous

λίσπος: Difference between revisions

From LSJ
1,504 bytes added ,  29 September 2017
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />usé par le frottement ; affilé, aiguisé.<br />'''Étymologie:''' R. Λι, lisser, polir, cf. [[λεῖος]].
|btext=η, ον :<br />usé par le frottement ; affilé, aiguisé.<br />'''Étymologie:''' R. Λι, lisser, polir, cf. [[λεῖος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λίσπος]] και [[λίσφος]] -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[λείος]], στιλβωμένος, γυαλισμένος<br /><b>2.</b> [[μικρός]], [[ασήμαντος]]<br /><b>3.</b> [[λισπόπυγος]]<br /><b>4.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ λίσπαι</i> (στο λεξ. [[Σούδα]] και <i>οἱ λίσποι</i>)<br />τα δύο τεμάχια αστραγάλου κομμένου στη [[μέση]], από τα οποία έπαιρνε το ένα [[καθένας]] από δύο φίλους ως [[απόδειξη]] γνησιότητας της φιλίας τους<br /><b>5.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι λίσφοι</i><br />τα ισχία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τον τ. [[λισσός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λίς</i> <i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όχι πολύ πειστική, συνδέεται με λατ. [i]l</i><i>ī</i><i>ma</i> «[[ρίνη]], [[λίμα]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>slĭc</i>-<i>sm</i><i>ā</i>) και ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sleiq</i>- ή <i>sleiq</i><sup>w</sup>, από όπου θα ερμηνευόταν και το δασύ [[σύμφωνο]] του αττ. τ. [[λίσφος]] (<span style="color: red;"><</span> IE <i>sliq</i>-<i>sq</i><sup>w</sup>[[h]]<i>o</i>-<i>s</i>)].
}}
}}