κήλων: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κήλων''': -ωνος, ὁ, ([[κῆλον]]) μακρὰ ξυλίνη [[δοκός]], δι’ ἧς ἀνασύρουσιν [[ὕδωρ]] ἐκ τῶν φρεάτων, κοινῶς «γεράνι», Λατ. tolleno, Ἡσύχ.· οὕτω, κηλώνειον, Ἰον.-ήιον, τό, Ἡρόδ. 1. 193., 6. 119, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 544, Ἀριστ. Μηχαν. 28, 1. ΙΙ. [[ὄνος]] κ., ἄρρην [[ὄνος]], Ἀρχίλ. 31, πρβλ. Εὐστ. 1597. 28, Φίλων. 2. 307· [[ὡσαύτως]], ὁ ὀχευτὴς [[ἵππος]], Ἡσύχ., Σουΐδ.· [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ τοῦ Πανός, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 22.
|lstext='''κήλων''': -ωνος, ὁ, ([[κῆλον]]) μακρὰ ξυλίνη [[δοκός]], δι’ ἧς ἀνασύρουσιν [[ὕδωρ]] ἐκ τῶν φρεάτων, κοινῶς «γεράνι», Λατ. tolleno, Ἡσύχ.· οὕτω, κηλώνειον, Ἰον.-ήιον, τό, Ἡρόδ. 1. 193., 6. 119, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 544, Ἀριστ. Μηχαν. 28, 1. ΙΙ. [[ὄνος]] κ., ἄρρην [[ὄνος]], Ἀρχίλ. 31, πρβλ. Εὐστ. 1597. 28, Φίλων. 2. 307· [[ὡσαύτως]], ὁ ὀχευτὴς [[ἵππος]], Ἡσύχ., Σουΐδ.· [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ τοῦ Πανός, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 22.
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ) :<br /><b>1</b> étalon, cheval entier ; <i>p. ext.</i> âne, <i>animal</i>;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> levier d’un puits.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[Σιληνός]].
}}
}}