προσκοπέω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκοπέω''': μέλλ. προσκέψομαι˙ ἀόρ. προὐσκεψάμην (ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττικῷ λόγῳ δὲν ὑπάρχει ἐνεστὼς [[προσκέπτομαι]], [[ὅθεν]] παρὰ Θουκ. 8. 66, ὁ Elmsl. διώρθωσε προὔσκεπτο ὡς ὑπερσ. ἀντὶ προὐσκέπτετο, πρβλ. [[σκέπτομαι]]). Παρατηρῶ, [[στοχάζομαι]], [[ἐξετάζω]] [[καλῶς]] πρότερον, [[προβλέπω]], προσκεψάμενος ἐπὶ σεωυτῷ Ἡρόδ. 7, 10, 4˙ ἅπαντα πρ. [[αὐτόθι]] 177˙ πάντα προσκοπεῖν Σοφ. Ἀντ. 688, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 470˙ τὸ σὸν προσκέψομαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 257˙ τὰ κοινὰ προσκοπεῖν Θουκ. 1. 120, πρβλ. 4. 61˙ μὴ παθεῖν προεσκόπουν ὁ αὐτ. 3. 83˙ προσκέψασθαι ὅτι... [[αὐτόθι]] 57˙ τῆς νυκτὸς προσκόπει, τί σοι ποιήσουσιν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 42˙ οὐδεὶς εἰς τὰ πάντα προσκοπεῖ, [[εἶναι]] [[προνοητικός]], Μενάνδρ. Μονόστ. 486˙ ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τὸ σόν γε προσκοπούμενος Εὐρ. Μήδ. 459. 2) φυλάττω (ὡς [[πρόσκοπος]], ἢ [[κατάσκοπος]]), προσκέψομαι τὸν Παφλαγόνα Ἀριστοφ. Ἱππ. 154˙ ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, προσκοπουμένη πόσιν Εὐρ. Ι. Α. 1098˙ ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, πρ. ποῦ εἰσιν οἱ πολέμιοι Θεοφρ. χαρακτ. 25. 2. 3) προτιμῶ, πατρὸς δωμάτων προὐσκεψάμην τοὐμὸν Εὐρ. Φοίν. 473. ΙΙ. Παθ., τῶν... προειρημένων τε καὶ προεσκεμμένων Πλάτ. Πολ. 435D· τὰ ῥηθησόμενα αὐτοῖς προὔσκεπτο Θουκ. 8. 66 (ἴδε ἐν ἀρχῇ).
|lstext='''προσκοπέω''': μέλλ. προσκέψομαι˙ ἀόρ. προὐσκεψάμην (ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττικῷ λόγῳ δὲν ὑπάρχει ἐνεστὼς [[προσκέπτομαι]], [[ὅθεν]] παρὰ Θουκ. 8. 66, ὁ Elmsl. διώρθωσε προὔσκεπτο ὡς ὑπερσ. ἀντὶ προὐσκέπτετο, πρβλ. [[σκέπτομαι]]). Παρατηρῶ, [[στοχάζομαι]], [[ἐξετάζω]] [[καλῶς]] πρότερον, [[προβλέπω]], προσκεψάμενος ἐπὶ σεωυτῷ Ἡρόδ. 7, 10, 4˙ ἅπαντα πρ. [[αὐτόθι]] 177˙ πάντα προσκοπεῖν Σοφ. Ἀντ. 688, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 470˙ τὸ σὸν προσκέψομαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 257˙ τὰ κοινὰ προσκοπεῖν Θουκ. 1. 120, πρβλ. 4. 61˙ μὴ παθεῖν προεσκόπουν ὁ αὐτ. 3. 83˙ προσκέψασθαι ὅτι... [[αὐτόθι]] 57˙ τῆς νυκτὸς προσκόπει, τί σοι ποιήσουσιν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 42˙ οὐδεὶς εἰς τὰ πάντα προσκοπεῖ, [[εἶναι]] [[προνοητικός]], Μενάνδρ. Μονόστ. 486˙ ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τὸ σόν γε προσκοπούμενος Εὐρ. Μήδ. 459. 2) φυλάττω (ὡς [[πρόσκοπος]], ἢ [[κατάσκοπος]]), προσκέψομαι τὸν Παφλαγόνα Ἀριστοφ. Ἱππ. 154˙ ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, προσκοπουμένη πόσιν Εὐρ. Ι. Α. 1098˙ ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, πρ. ποῦ εἰσιν οἱ πολέμιοι Θεοφρ. χαρακτ. 25. 2. 3) προτιμῶ, πατρὸς δωμάτων προὐσκεψάμην τοὐμὸν Εὐρ. Φοίν. 473. ΙΙ. Παθ., τῶν... προειρημένων τε καὶ προεσκεμμένων Πλάτ. Πολ. 435D· τὰ ῥηθησόμενα αὐτοῖς προὔσκεπτο Θουκ. 8. 66 (ἴδε ἐν ἀρχῇ).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />examiner d’avance ; pourvoir à, avoir soin de, acc. ; <i>particul.</i> prendre ses précautions contre, avec l’inf.;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσκοπέομαι-οῦμαι;<br /><b>1</b> jeter les yeux vers, regarder, observer, acc.;<br /><b>2</b> avoir soin de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρόσκοπος]].
}}
}}