βουλεύω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βουλεύω''': μέλλ. –σω· ἀόρ. ἐβούλευσα Ὅμ., Ἀττ., Ἐπ. βούλ- Ὅμ.· πρκμ. βεβούλευκα Σοφ. Ο. Τ. 701· περὶ τοῦ μέσ. καὶ παθ. ἴδε κατωτ.· ([[βουλή]]). Σκέπτομαι, [[κρίνω]], συσκέπτομαι πρὸς λῆψιν μέτρων, [[σχεδιάζω]], καὶ ἐν τοῖς παθητ. χρόνοις, [[ὁρίζω]] ἢ ἀποφασίζω [[μετὰ]] τὴν σκέψιν. 1) ἀπολ., ὣς βουλεύσαντε Ἰλ. Α. 531· βουλευέμεν ἠὲ μέχεσθε, εἰς [[συμβούλιον]], σύσκεψιν ἢ εἰς μάχην, Ὀδ. Ξ. 491· β. [[ὅπως]] τι γένηται Ι. 420, Λ. 228· δυσμενέεσσιν φόνου πέρι β. ΙΙ. 234· ἔς γε μίαν βουλεύσομεν [ἐνν. βουλήν], θὰ συμφωνήσωμεν εἰς ἓν σχέδιον, Β. 379· θυμῷ β. Μ. 58· β. [[περί]] τινος Ἡρόδ. 1. 120, Θουκ. 3. 28., 5. 116· ἀλλὰ παρὰ πεζοῖς ἡ [[ἔννοια]] αὕτη ἀνήκει [[κυρίως]] εἰς τὸ [[μέσον]], ἴδε κατωτ. Β. 2) μ. αἰτ. πράγμ., [[σκέπτομαι]] περὶ τινος, [[σχεδιάζω]], μηχανῶμαι, β. βουλὰς (ἴδε ἐν λ. [[βουλή]])· οὐ…τοῦτον μὲν ἐβούλευσας νόον αὐτὴ Ὀδ. Ε. 23· ὁδὸν Α. 444· φύξιν Κ. 311. 398· κέρδεα Ψ. 217· ψεύδεα Ξ. 296· μ. δοτ. προσωπ., τῷ γάρ ῥα θεοὶ βούλευσαν ὄλεθρον Ἰλ. Ξ. 464· β. πῆμά τινι Ὀδ. Ε. 179, κτλ.· καὶ [[οὕτως]] παρ’ Ἡρόδ. 9. 110, καὶ Ἀττ.· νεώτερα β. [[περί]] τινος Ἡρόδ. 1. 210. ― Παθ. ([[μετὰ]] μέσ. μέλλ., Αἰσχύλ. [[ἔνθα]] κατωτ.)· ἀόρ. ἐβουλεύθην Θουκ. 1. 120, Πλάτ.· πρκμ. βεβούλευμαι (συχνότερον μὲ μέσ. σημασ., ἴδε κατωτ. Β)· ― ὡρισμένος εἶμαι, ἀποφασισμένος, [[ψῆφος]] κατ’ αὐτῶν βουλεύσεται Αἰσχύλ. Θήβ. 198· βεβούλευται τάδε ὁ αὐτ. Πρ. 998, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 10. 4· τὰ βεβουλευμένα = βουλεύμαται ὁ αὐτ. 4. 128, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 2, 2. 3) μετ’ ἀπαρ., [[σκέπτομαι]], ἀποφασίζω νὰ πράξω τι, τὸν μὲν ἐγὼ βούλευσα… οὐτάμεναι Ὀδ. Ι. 299· [[οὕτως]] Ἡρόδ. 1. 73., 6. 52, 61, κτλ. ― Παθ., βεβούλευτό σφι ποιέειν ὁ αὐτ. 5. 92, 3. ΙΙ. δίδω γνώμην, [[ἐκφέρω]] γνώμην, τὰ λῷστα β. Αἰσχύλ. Πρ. 204, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 694Β· μ. δοτ. προσ., [[συμβουλεύω]], Ἰλ. Ι. 99, Αἰσχύλ. Εὐμ. 700. ΙΙΙ. παρ’ ἱστορικοῖς καὶ πολιτικοῖς συγγραφ., εἶμαι [[μέλος]] τῆς βουλῆς, εἶμαι [[βουλευτής]], Ἡρόδ. 6. 57, Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 16· ἰδίως τῆς ἐν Ἀθήναις βουλῆς τῶν 500, Ἀντιφ. 146. 34, Ἀνδοκ. 10. 27, Πλάτ. Γοργ. 473Ε, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 18, Δημ., κτλ.· ἡ βουλὴ ἡ βουλεύουσα Λυσ. 131. 16. Β. Μέσ., μέλλ. –εύσομαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 846, Χο. 218, Θουκ. 1. 43, Πλάτ.· ἀόρ. ἐβουλευσάμην ὁ αὐτ., κτλ.· Ἐπ. βουλ- Ἰλ. Β. 114· [[ὡσαύτως]] ἐβουλεύθην Ἡρόδ. 7. 157, Διον. Ἁλ.· πρκμ. βεβούλευμαι Ἡρόδ. 3. 134, Σοφ. Ἠλ. 385, Θουκ. 1. 69, Εὐρ., κτλ.· ἂν καὶ τοῦτο [[ὡσαύτως]] κεῖται ἐπὶ παθ. σημασίας, ἴδε ἀνωτ.· ― συνηθέστερον παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. ἢ τὸ ἐνεργ., 1) ἀπολ., [[σκέπτομαι]] κατ’ ἐμαυτόν, [[κρίνω]], ἀποφασίζω, Ἡρόδ. 7. 10, 4, [[συχν]]. παρὰ Πλάτ. καὶ Ἀριστ., ἅμα τινὶ Ἡρόδ. 8. 104· [[περί]] τινος Θουκ. 3. 44, Πλάτ. Φαίδρ. 231Α, κτλ.· [[περί]] τι ὁ αὐτ. Πολ. 604C· ὑπέρ τινος [[αὐτόθι]] 428D· [[πρός]] τι Θουκ. 7. 47· ― μ. συστοίχ. αἰτιατ., β. [[βούλευμα]] Ἀνδοκ. 27. 15· βουλὴν Πλάτ., κτλ.· ἴσον τι ἢ δίκαιον Θουκ. 2. 44. 2) ἐνεργῶ ὡς [[μέλος]] συμβουλίου, [[ἑπομένως]], [[προτείνω]] τί τὸ πρακτέον, ἀντίθετον τῷ συμβουλεύομαι, Ἀριστ. Πολ. 4. 14, 15· τὸ βουλευόμενον [[αὐτόθι]] 16. 3) μ. αἰτ. πράγματος, [[ὁρίζω]] τι κατ’ ἐμαυτόν, ἀποφασίζω, κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο Ἰλ. Β. 114 (τὸ μόνον [[χωρίον]] [[ἔνθα]] ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ μέσ.)· ἀλλοῖόν τι [[περί]] τινος Ἡρόδ. 5. 40. 4) μ. ἀπαρ., ἀποφασίζω νὰ πράξω, ὁ αὐτ. 3. 134, Πλάτ. Χαρμ. 176C. 5) σπανίως ἀκολουθούσης ἐξηρτημένης προτάσεως, β. ὅτι ποιήσεις [[αὐτόθι]]· β. [[ὅπως]]…, μεθ’ ὑποτακτ., Ξεν. Κύρ. 1. 4, 13.
|lstext='''βουλεύω''': μέλλ. –σω· ἀόρ. ἐβούλευσα Ὅμ., Ἀττ., Ἐπ. βούλ- Ὅμ.· πρκμ. βεβούλευκα Σοφ. Ο. Τ. 701· περὶ τοῦ μέσ. καὶ παθ. ἴδε κατωτ.· ([[βουλή]]). Σκέπτομαι, [[κρίνω]], συσκέπτομαι πρὸς λῆψιν μέτρων, [[σχεδιάζω]], καὶ ἐν τοῖς παθητ. χρόνοις, [[ὁρίζω]] ἢ ἀποφασίζω [[μετὰ]] τὴν σκέψιν. 1) ἀπολ., ὣς βουλεύσαντε Ἰλ. Α. 531· βουλευέμεν ἠὲ μέχεσθε, εἰς [[συμβούλιον]], σύσκεψιν ἢ εἰς μάχην, Ὀδ. Ξ. 491· β. [[ὅπως]] τι γένηται Ι. 420, Λ. 228· δυσμενέεσσιν φόνου πέρι β. ΙΙ. 234· ἔς γε μίαν βουλεύσομεν [ἐνν. βουλήν], θὰ συμφωνήσωμεν εἰς ἓν σχέδιον, Β. 379· θυμῷ β. Μ. 58· β. [[περί]] τινος Ἡρόδ. 1. 120, Θουκ. 3. 28., 5. 116· ἀλλὰ παρὰ πεζοῖς ἡ [[ἔννοια]] αὕτη ἀνήκει [[κυρίως]] εἰς τὸ [[μέσον]], ἴδε κατωτ. Β. 2) μ. αἰτ. πράγμ., [[σκέπτομαι]] περὶ τινος, [[σχεδιάζω]], μηχανῶμαι, β. βουλὰς (ἴδε ἐν λ. [[βουλή]])· οὐ…τοῦτον μὲν ἐβούλευσας νόον αὐτὴ Ὀδ. Ε. 23· ὁδὸν Α. 444· φύξιν Κ. 311. 398· κέρδεα Ψ. 217· ψεύδεα Ξ. 296· μ. δοτ. προσωπ., τῷ γάρ ῥα θεοὶ βούλευσαν ὄλεθρον Ἰλ. Ξ. 464· β. πῆμά τινι Ὀδ. Ε. 179, κτλ.· καὶ [[οὕτως]] παρ’ Ἡρόδ. 9. 110, καὶ Ἀττ.· νεώτερα β. [[περί]] τινος Ἡρόδ. 1. 210. ― Παθ. ([[μετὰ]] μέσ. μέλλ., Αἰσχύλ. [[ἔνθα]] κατωτ.)· ἀόρ. ἐβουλεύθην Θουκ. 1. 120, Πλάτ.· πρκμ. βεβούλευμαι (συχνότερον μὲ μέσ. σημασ., ἴδε κατωτ. Β)· ― ὡρισμένος εἶμαι, ἀποφασισμένος, [[ψῆφος]] κατ’ αὐτῶν βουλεύσεται Αἰσχύλ. Θήβ. 198· βεβούλευται τάδε ὁ αὐτ. Πρ. 998, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 10. 4· τὰ βεβουλευμένα = βουλεύμαται ὁ αὐτ. 4. 128, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 2, 2. 3) μετ’ ἀπαρ., [[σκέπτομαι]], ἀποφασίζω νὰ πράξω τι, τὸν μὲν ἐγὼ βούλευσα… οὐτάμεναι Ὀδ. Ι. 299· [[οὕτως]] Ἡρόδ. 1. 73., 6. 52, 61, κτλ. ― Παθ., βεβούλευτό σφι ποιέειν ὁ αὐτ. 5. 92, 3. ΙΙ. δίδω γνώμην, [[ἐκφέρω]] γνώμην, τὰ λῷστα β. Αἰσχύλ. Πρ. 204, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 694Β· μ. δοτ. προσ., [[συμβουλεύω]], Ἰλ. Ι. 99, Αἰσχύλ. Εὐμ. 700. ΙΙΙ. παρ’ ἱστορικοῖς καὶ πολιτικοῖς συγγραφ., εἶμαι [[μέλος]] τῆς βουλῆς, εἶμαι [[βουλευτής]], Ἡρόδ. 6. 57, Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 16· ἰδίως τῆς ἐν Ἀθήναις βουλῆς τῶν 500, Ἀντιφ. 146. 34, Ἀνδοκ. 10. 27, Πλάτ. Γοργ. 473Ε, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 18, Δημ., κτλ.· ἡ βουλὴ ἡ βουλεύουσα Λυσ. 131. 16. Β. Μέσ., μέλλ. –εύσομαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 846, Χο. 218, Θουκ. 1. 43, Πλάτ.· ἀόρ. ἐβουλευσάμην ὁ αὐτ., κτλ.· Ἐπ. βουλ- Ἰλ. Β. 114· [[ὡσαύτως]] ἐβουλεύθην Ἡρόδ. 7. 157, Διον. Ἁλ.· πρκμ. βεβούλευμαι Ἡρόδ. 3. 134, Σοφ. Ἠλ. 385, Θουκ. 1. 69, Εὐρ., κτλ.· ἂν καὶ τοῦτο [[ὡσαύτως]] κεῖται ἐπὶ παθ. σημασίας, ἴδε ἀνωτ.· ― συνηθέστερον παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. ἢ τὸ ἐνεργ., 1) ἀπολ., [[σκέπτομαι]] κατ’ ἐμαυτόν, [[κρίνω]], ἀποφασίζω, Ἡρόδ. 7. 10, 4, [[συχν]]. παρὰ Πλάτ. καὶ Ἀριστ., ἅμα τινὶ Ἡρόδ. 8. 104· [[περί]] τινος Θουκ. 3. 44, Πλάτ. Φαίδρ. 231Α, κτλ.· [[περί]] τι ὁ αὐτ. Πολ. 604C· ὑπέρ τινος [[αὐτόθι]] 428D· [[πρός]] τι Θουκ. 7. 47· ― μ. συστοίχ. αἰτιατ., β. [[βούλευμα]] Ἀνδοκ. 27. 15· βουλὴν Πλάτ., κτλ.· ἴσον τι ἢ δίκαιον Θουκ. 2. 44. 2) ἐνεργῶ ὡς [[μέλος]] συμβουλίου, [[ἑπομένως]], [[προτείνω]] τί τὸ πρακτέον, ἀντίθετον τῷ συμβουλεύομαι, Ἀριστ. Πολ. 4. 14, 15· τὸ βουλευόμενον [[αὐτόθι]] 16. 3) μ. αἰτ. πράγματος, [[ὁρίζω]] τι κατ’ ἐμαυτόν, ἀποφασίζω, κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο Ἰλ. Β. 114 (τὸ μόνον [[χωρίον]] [[ἔνθα]] ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ μέσ.)· ἀλλοῖόν τι [[περί]] τινος Ἡρόδ. 5. 40. 4) μ. ἀπαρ., ἀποφασίζω νὰ πράξω, ὁ αὐτ. 3. 134, Πλάτ. Χαρμ. 176C. 5) σπανίως ἀκολουθούσης ἐξηρτημένης προτάσεως, β. ὅτι ποιήσεις [[αὐτόθι]]· β. [[ὅπως]]…, μεθ’ ὑποτακτ., Ξεν. Κύρ. 1. 4, 13.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐβούλευσα, <i>pf.</i> βεβούλευκα;<br /><b>I.</b> ([[βουλή]], conseil, délibération);<br /><b>1</b> tenir conseil, délibérer ; [[περί]] τινος, sur qch ; [[ὅπως]] [[τι]] γένηται OD pour qu’une chose se fasse <i>ou</i> pour voir comment une chose pourrait se faire;<br /><b>2</b> projeter après délibération, projeter, décider : β. νόον OD former un projet ; ὁδόν OD, φύξιν IL former le projet d’un voyage, d’une fuite ; τινι β. ὄλεθρον IL décider la perte de qqn ; avec l’inf. décider de : [[ἐς]] μίαν βουλεύειν (<i>s.e.</i> βουλήν) IL décider à l’unanimité ; <i>Pass.</i> être décidé, être résolu <i>en parl. d’un projet, d’un plan, etc.</i> ; avec l’inf. : τοῖσι δὲ ἐβεβούλευτο HDT ils avaient résolu de ; τὰ βουλευόμενα XÉN les projets <i>ou</i> questions en délibération ; τὰ βεβουλευμένα HDT les résolutions prises;<br /><b>3</b> donner un conseil : τὰ λῷστα β. ESCHL donner le meilleur conseil ; avec un dat. : β. τινί ESCHL donner un conseil à qqn;<br /><b>II.</b> ([[βουλή]], assemblée délibérante) être membre d’un conseil, siéger dans un conseil <i>particul. à Athènes, en parl. du conseil des Cinq cents ou Sénat</i>;<br /><i><b>Moy.</b></i> βουλεύομαι (<i>ao.</i> ἐβουλευσάμην <i>et</i> ἐβουλεύθην, <i>pf.</i> βεβούλευμαι);<br /><b>1</b> se consulter, délibérer en soi-même <i>ou</i> avec d’autres : [[περί]] τινος, [[περί]] [[τι]], [[ὑπέρ]] τινος au sujet de qch, [[πρός]] [[τι]], pour prendre des mesures au sujet de qch;<br /><b>2</b> projeter en soi-même, méditer : κακὴν ἀπάτην IL une fraude ; décider, se résoudre à, acc. ; β. [[πάλιν]] changer d’avis, revenir sur une décision.<br />'''Étymologie:''' [[βουλή]].
}}
}}