βουλεύω
English (LSJ)
Il.2.379, etc., aor.
A ἐβούλευσα Od.5.23, etc., Ep. βούλ- Il.14.464: pf. βεβούλευκα S.OT701:—Med. and Pass., v. infr.: (βουλή):—take counsel, deliberate, in past tenses, determine or resolve after deliberation:
1 abs., ὣς βουλεύσαντε Il. 1.531; βουλευέμεν ἠδὲ μάχεσθαι in council or in battle, Od.14.491; β. ὅπως ὄχ' ἄριστα γένοιτο 9.420, cf. 11.229; δυσμενέεσσι φόνου πέρι β. 16.234; ἔς γε μίαν βουλεύσομεν (sc. βουλήν) we shall agree to one plan, Il.2.379; θυμῷ β. Od.12.58; β. περί τινος Hdt.1.120, Th.3.28, 5.116: in Prose, chiefly Med. in this sense, v. infr. B.
2 c. acc. rei, deliberate on, plan, devise, β. βουλάς Il.24.652, al.; οὐ… τοῦτον μὲν ἐβούλευσας νόον αὐτή; Od.5.23; ὁδόν 1.444; φύξιν Il.10.311,398; κέρδεα Od.23.217; ψεύδεα 14.296: c. dat. pers., τῷ γάρ ῥα θεοὶ βούλευσαν ὄλεθρον Il. 14.464, cf. Hdt.9.110; θάνατόν τινι Pl.Lg.872a; β. πῆμά τινι Od.5.179, etc.; κέλευθον A.Pers.758; ποινάς Id.Ag.1223; νεώτερα β. περί τινος Hdt.1.210:—Pass. (with fut. Med., A.Th.198), aor. ἐβουλεύθην Hdt. 7.157, Th.1.120, Pl.R. 442b: pf. βεβούλευμαι (usu. in med. sense, v. infr. B):—to be determined or be planned, ψῆφος κατ' αὐτῶν βουλεύσεται A. l.c.; βεβούλευται τάδε Id.Pr.998, cf. Hdt.7.10.δ; τὰ βεβουλευμένα, = βουλεύματα, Id.4.128; τὰ βουλευόμενα X.Cyr.6.2.2; πῶς σφῷν βεβούλευται Pl.Euthd.274a.
3 c. inf., take counsel, resolve to do, τὸν μὲν ἐγὼ βούλευσα… οὐτάμεναι Od.9.299, cf. Hdt.1.73, 6.52,61, etc.:—Pass., τοῖσι ἐβεβούλευτο τὸ παιδίον προσουδίσαι Id.5.92.γ.
II give counsel, τὰ λῷστα β. A.Pr.206; β. δυνατός Pl.Lg.694b: c. dat. pers., advise, ἵνα σφίσι βουλεύησθα Il.9.99, cf. A.Eu.697.
III sit in council, of the Spartan γέροντες, Hdt.6.57; to be a member of a βουλή, Arist.Pol.1282a30; esp. of the Council of 500 at Athens, Antipho 6.45, And.1.75, X.Mem.1.1.18, Arist.Ath.62.3; ἡ βουλὴ ἡ βουλεύουσα Lys.13.19; βουλὴν β. to be a member of the βουλή, ib.20; βουλεύειν λαχών Pl.Grg. 473e.
B Med., fut. -εύσομαι A.Ag.846, Ch.718, Th.1.43, Pl.Smp. 174d: aor. ἐβουλευσάμην S.OT537, etc.; Ep. βουλ- Il.2.114; ἐβουλεύθην D.H.15.7: pf. βεβούλευμαι Hdt.3.134, S.El.385, Th.1.69, E.Supp.248, Pl.Chrm.176c (also in pass. sense, v. supr.):—more freq. in Att. Prose than Act.,
1 abs., take counsel with oneself, deliberate, Hdt.7.10.δ, Arist.EN1112b11,20; παραχρῆμα οὐδὲ -σάμενος D.37.13; ἅμα τινί Hdt.8.101; περὶ τοῦ μέλλοντος τῶν οἰκείων Th.3.44, cf. Pl.Phdr.231a; περί τι Id.R.604c; ὑπέρ τινος ib.428d; πρὸς τὴν γεγενημένην ξυμφοράν Th.7.47: c. acc. cogn., β. βούλευμα And.3.29; βουλήν Pl.Plt. 298b, etc.; ἴσον τι ἢ δίκαιον Th.2.44:—also like Act., take counsel, πρός τινας LXX 4 Ki.6.8.
2 act as member of council, and so originate measures, β. καὶ κρίνειν Arist.Pol.1281b31; τὸ βουλευόμενον ib.1291a28.
3 c. acc. rei, determine with oneself, resolve on, κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο Il.2.114 (Med. here only in Hom.); ἀλλοῖόν τι περί τινος Hdt.5.40, cf. Pl.Ap.32c.
4 c. inf., resolve to do, Hdt.3.134, Pl.Chrm.176c.
5 rarely followed by Relat., β. ὅ τι ποιήσεις ibid.; β. ὅπως… with subj., X.Cyr.1.4.13; β. πῶς τις, c. fut., Id.An.3.4.40; πῶς καὶ τί πρακτέον εἴη Plb.1.33.3; ἵνα Ev.Jo.12.10.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): βωλεύω Schwyzer 657.23, 66 (Tegea IV a.C.), ICr.1.16.4A.4 (Lato II a.C.); lesb. βολλεύω IG 12(2).6.34 (Mitilene IV a.C.); cret. βωλούω ICr.3.3.4.75 (Hierapitna II a.C.)
• Grafía: graf. βολεύω Thasos 18.1, 7 (V a.C.)
• Morfología: ép. pres. subj. 2a sg. βουλεύῃσθα Il.9.99; fut. 1a sg. βουλευσέω ICr.3.4.8.27 (Itanos III a.C.)
A intr.
I ref. a dos o más pers.
1 pres. deliberar
a) μήποτε ... κακῷ ... βούλευε σὺν ἀνδρί jamás deliberes con un varón malvado Thgn.69, op. a μάχεσθαι: σὲ μὲν μάχεσθαι, τοὺς δὲ βουλεύειν καλῶς E.Rh.108
•en v. med. mismo sent. ὡς δὲ ἐβουλεύετο ἅμα Περσέων τοῖσι ἐπικλήτοισι Hdt.8.101;
b) c. distintas constr. indicando el objeto μετ' αὐτῶν τοῦ οἰκοδομῆσαι LXX 1Ma.12.35, περὶ τοῦ μέλλοντος Th.3.44, περὶ τῶν λοιπῶν Lys.2.53, πρός τε τὴν γεγενημένην ξυμφοράν Th.7.47, ὥρα ... βουλεύεσθαι πῶς ... X.An.3.4.40, cf. Plb.1.33.3;
c) c. ac. int. o adverb. mantener deliberaciones βουλὰς βουλεύειν, ἢ φευγέμεν ἠὲ μάχεσθαι Il.10.147 μὴ δίκαια βουλευομένων Pl.Ap.32c, ἴσον τι ἢ δίκαιον βουλεύεσθαι tener una deliberación equitativa y justa Th.2.44, ἐβουλεύοντο κατὰ Ἀνθίας ποικίλα X.Eph.4.6.2.
2 aor. tomar una decisión τώ γ' ὣς βουλεύσαντε διέτμαγεν habiendo tomado ambos esa decisión se separaron, Il.1.531, ὄφρα κε δυσμενέεσσι φόνου πέρι βουλεύσωμεν Od.16.234, βουλεῦσαι περὶ Μυτιληναίων ὁποῖον ἄν τι βούλωνται Th.3.28
•tb. en fut. εἰ δέ ποτ' ἔς γε μίαν βουλεύσομεν si alguna vez llegamos a tomar una decisión conjunta, Il.2.379
•en v. med. mismo sent. καλῶς βουλεύσασθαι tomar una buena decisión And.3.29, ἐβουλεύσατο πρὸς τοὺς παῖδας había tomado una decisión en consulta con sus hijos LXX 4Re.6.8, c. ac. int. ἵνα μή τι ἀλλοῖον περὶ σεῦ Σπαρτιῆται βουλεύσωνται Hdt.5.40, εἰ ... βουλευσαίμεθα περὶ αὐτῶν βουλήν τινα Pl.Plt.298b, ἓν μὲν βούλευμα τοιοῦτον ἐβουλευσάμεθα tal fue nuestra única decisión And.3.29, πονηρὰ βουλευσαμέν[ου] ς PSI 452.11 (IV d.C.), βουλεύσασθαι ἐπεναντίον tomar la decisión equivocada, PFlor.294.43 (VI d.C.)
•tb. en perf. τί βουλεύεσθον ποιεῖν; οὐδὲν ... ἀλλὰ βεβουλεύμεθα Pl.Chrm.176c.
II ref. a una pers.
1 pres. reflexionar, meditar
a) οἷος κεῖνος ἔην βουλευέμεν ἠδὲ μάχεσθαι (Odiseo) Od.14.491, νυκτὸς βουλεύειν Phoc.8.1, θυμῷ βουλεύειν Od.12.58, βουλεύειν δυνατός Pl.Lg.694b, ἐγὼ βούλευον, ὅπως ὄχ' ἄριστα γένοιτο Od.9.420;
b) c. constr. prep. indicando el objeto reflexionar sobre Κύρου δὲ πέρι βουλεύων Hdt.1.120, c. ac. int. νεώτερα βουλεύειν περὶ σέο Hdt.1.210, ἐὰν ... τι βουλεύῃς κακόν Critias Fr.Trag.19
•en v. med. mismo sent. τὸ γὰρ εὖ βουλεύεσθαι Hdt.7.10δ, βουλεύεσθαι καλῶς junto a λέγειν y πράττειν Democr.B 2, ἔς τἄλλα σημεῖα σκέπτεσθαι καὶ βουλεύεσθαι Hp.Prorrh.2.14, βουλεύου μὲν βραδέως Isoc.34, ὁ βουλευόμενος Arist.EN 1112b20, βουλεύεσθαι ... περὶ τὸ γεγονός Pl.R.604c, cf. Isoc.1.34, Arist.EN 1112b11, ἐν τοῖς ὡς ἐπὶ τὸ πολύ Arist.EN 1112b8, c. ac. int. τοῦτο πᾶσαν ἡμέρην βουλεύεται Semon.8.81, βουλεύου δὶς καὶ τρὶς ὅ τοί κ' ἐπὶ τὸν νόον ἔλθῃ medita contigo mismo dos y tres veces lo que se te venga al pensamiento Thgn.633;
c) c. dat. de interés cuidarse de, mirar por ἵνα σφίσι βουλεύῃσθα Il.9.99.
2 aor. trazar un plan οὐδὲ βουλευσάμενος sin ningún plan D.37.13, c. ac. int. τοῦτον μὲν ἐβούλευσας νόον αὐτή ese plan no lo has trazado tu sola, Od.5.23, μή τι βουλεύσῃ νέον E.Med.37, τō πρώτο βολεύσαντος del que inició el complot, Thasos 18.5 (V a.C.)
•tb. en perf. οἷά μοι βεβουλευκὼς ἔχει qué trama ha urdido en contra mía S.OT 701
•en v. med. εἰ γὰρ μὴ βεβούλευσαι καλῶς E.Supp.248, βουλευσάμενος ἔφη ὑποκρινέεσθαι Hdt.8.101, ὡς ἂν ἄριστα περὶ τῶν οἰκείων βουλεύσαιντο Pl.Phdr.231a.
III institucional
1 formar parte del Consejo de ancianos en Esparta, Hdt.6.57, del Consejo de los quinientos en Atenas, Antipho 6.45, And.Myst.75, Lys.13.20, X.Mem.1.1.18, Arist.Ath.62.3, Pol.1282a30, del Senado romano, Plu.Pomp.14, 2.203b, de un Consejo local PLond.971.16 (III/IV d.C.)
•βουλεύειν λαχών ser elegido βουλευτής por medio de un sorteo Pl.Grg.473e.
2 en v. med. actuar como miembro de un Consejo Arist.Pol.1281b31, τὸ βουλευόμενον como principio de la actividad política en la πόλις Arist.Pol.1291a28.
B tr.
I c. ac. de abstr. o inf.
1 pres. planear, tramar
a) κακὰ κέρδεα βουλεύουσιν Od.23.217, φύξιν ... μετὰ σφίσιν Il.10.311, μὴ γυνὴ βουλευέτω (τἄξωθεν) A.Th.200, βούλευε φρεσὶν ᾗσιν ὁδόν Od.1.444, ἐκ τῶνδε ποινὰς ... βουλεύειν planear una venganza por esas cosas A.A.1223;
b) c. dat. de pers. planear contra γυναικὶ ἐβούλευε ὄλεθρον Hdt.9.110, μέγα τι βουλεύσειν αὐτῷ κακόν Charito 6.6.2
•tb. fut., c. constr. prep. οὐδὲ βουλευσέω περὶ τᾶ[ς πόλ] ιος κακὸν οὐδέν ICr.3.4.8.27 (Itanos III a.C.)
•en v. med. mismo sent. θάνατον ... ὃν πατὴρ βουλεύεται la muerte que su padre planea E.IA 1102
•en v. pas. τὰ βουλευόμενα los proyectos X.Cyr.6.2.2, ἐπανάστασις βολευομένη ἐπὶ Θάσῳ insurrección tramada contra Tasos, Thasos 18.1, cf. 7 (V a.C.);
c) c. inf. u or. complet. pensar ἐγὼ τὰ λῷστα βουλεύων πιθεῖν Τιτᾶνας A.Pr.204, τί βουλεύεσθον ποιεῖν Pl.Chrm.176c, βουλεύομαί γε ὅπως σε ἀποδρῶ pienso escaparme de ti X.Cyr.1.4.13.
2 aor. decidir, resolver
a) frec. c. dat. o constr. prep. de pers. τῷ ... βούλευσαν ὄλεθρον (los dioses) habían decidido su muerte, Il.14.464, cf. B.5.139, ἀνδρὶ στρατηγῷ τόνδ' ἐβούλευσας μόρον; A.A.1627, cf. 1634, τήνδ' ἐβούλευσεν κέλευθον A.Pers.758, op. a ‘ejecutar’ o a ‘ordenar’ ἒ χερὶ κτέναντα ἒ βου] λεύσαντα (φόνον) habiéndolo cometido con su propio brazo o habiéndolo decidido (el crimen) Sol.Lg.5a, op. ‘ejecutar’ ἐὰν δὲ αὐτόχειρ μὲν μή, βουλεύσῃ δὲ θάνατόν τις ... ἑτέρῳ Pl.Lg.872a, οὐ βουλεῦσαι τὸν φόνον οὐδὲ προστάξαι App.BC 2.21;
b) c. inf. ἐγὼ βούλευσα ... οὐτάμεναι Od.9.299, παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου ... νεφέλαν τρέψαι ... δυνατοί Pi.N.9.37
•tb. fut. y perf. τ] αῦτα ... [ἐ] γώ τε καὶ σὺ σὺν θεῷ βουλεύσομεν Archil.300.12
•en v. med. mismo sent. νῦν δὲ κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο Il.2.114, ταῦτ' ἐβουλεύσω ποιεῖν S.OT 537, ἦ ταῦτα ... βεβούλευνται ποεῖν; S.El.385, cf. ICr.3.3.4.75 (Hierapitna II a.C.);
c) c. or. interr. βουλεύσασθαι, ποτέρας ... Isoc.7.79, τί ποιήσωσιν LXX 1Ma.5.16, cf. Eu.Luc.14.31, Eu.Io.12.10
•tb. en perf. ἐγὼ γὰρ βεβούλευμαι ... στρατεύεσθαι Hdt.3.134
•en v. pas. ὥσπερ ... ἐβουλεύθη ἐπὶ δικαίῳ πρήγματι Hp.Vict.4.88, ψῆφος κατ' αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεται contra ellos será resuelto un voto de muerte A.Th.198, πῶς σφῷν βεβούλευται; ¿cómo lo habéis resuelto? Pl.Euthd.274a, εἴπερ ἦν βεβουλευμένον αὐτῷ βεβαίως Epicur.Ep.[4] 127, τὰ βεβουλευμένα las decisiones tomadas Hdt.4.128, τοῖσι δὲ ἄρα ἐβεβούλευτο ... προσουδίσαι Hdt.5.92γ.
II c. ac. concr. idear, proyectar op. ‘confeccionar’ ἐβούλευσεν δὲ Δύσηρις εἷμα τόδε Anacr.199.1.
III aconsejar c. dat. de pers. e inf. ἀστοῖς ... βουλεύω σέβειν A.Eu.697
•dar un consejo σοι βούλευσεν ἐμεῦ πέρι Thgn.1101
•c. ac. int. εἰ ... τι πρὸς ἀντίστασιν βουλεύσειαν Hld.9.7.3.
• Etimología: Denom. de βουλή.
German (Pape)
[Seite 457] 1) Rat halten, überlegen, Iliad. 1, 531 τώ γ' ἃς βουλεύσαντε διέτμαγεν; öfters βουλὰς βουλεύειν, Iliad. 10, 147. 327. 415. 23, 78 Odyss. 6, 61: τῷ πείσεαι ὅς κεν ἀρίστην βουλὴν βουλεύσῃ Iliad. 9, 75; θυμῷ βουλεύειν, bei sich überlegen, Odyss. 12, 58; βούλευε φρεσὶν ᾗσιν ὁδὸν τὴν πέφραδ' Ἀθήνη 1, 444; ἐς μίαν, einstimmig, einig im Rate sein, Iliad. 2, 379; σοφῶς Soph. Phil. 421; περί τινος Od. 16, 234; Her. 1, 120; Thuc. 3, 28 u. sonst; τί, etwas beschließen, ersinnen, νόον, einen Plan, Od. 5, 23; meist von bösen Dingen, πῆμά τινι Od. 10, 300, ψεύδεα 14, 296, κακὰ κέρδεα 23, 217; κέλευθον, ποινάς, φόνον, μόρον, Aesch. Pers. 744 Ag. 1196. 1597. 1617; στρατῷ φόνον Soph. Ai. 1034; eigthümt. τοῦ τάφου Ant. 486; δρησμόν Her. 5, 124 (vgl. Luc. Cont. 23), auf Flucht denken; νεώτερα περί τινος 1, 210; τῇ γυναικὶ ὄλεθρον 9, 110; Xen. Cyr. 8, 7, 22 μηδὲν ἀνόσιον μήτε ποιήσητε, μήτε βουλεύσητε; An. 2, 5, 16 τινὶ κακόν; θάνατόν τινι Plat. Legg. IX, 871 e, wo αὐτόχειρ dem βουλεύσας entggstzt ist. Mit inf., Il. 9, 458; Soph. O. R. 738; vgl. Her. 6, 52. 61. So pass., ὦπται πάλαι δὴ καὶ βεβούλευται τάδε Aesch. Prom. 998; πῶς σφῷν βεβούλευται Plat. Euthyd. 274 a; pass., ψῆφος κατ' αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεται Spt. 180; τὰ βουλευόμενα, = βουλεύματα, Xen. Cyr. 6, 2, 2; τὰ βεβουλευμένα Her. 4, 125. – 2) im Rate sitzen, Ratsherr sein, Plat. Gorg. 473 e; zum Rate der 500 gehören, Xen. Mem. 1, 1, 18 u. sonst; rathen, Rat geben, τινί Aesch. Prom. 204 Eum. 667; βουλὴν βουλεύειν Lys. 13, 20; βουλεύματα Eur. El. 1012. – Med., sich beraten, τί, etwas beschließen; bei Hom. zweimal, Iliad. 2, 114. 9, 21 νῦν δὲ κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο, dieselbe Bedeutung wie die des activ. In Attischer Prosa ist das medium gebräuchlicher als das activ.; deshalb sagten die Alexandriner, Homer, der das activ. weit häufiger hat als das medium, gebrauche ersteres statt des letzteren und dies sei eine ächt Homerische Ausdrucksweise, welche sich jedoch bei den Att. nicht allzu selten wiederfinde. Vgl. z. B. Apollon. Lex. Homer. p. 52, 29 βουλεύσαντε βουλευσάμενοι, βουλὴν συνθέντες. – Herodot. 6, 100 ἐβουλεύοντο ἐκλιπεῖν τὴν πόλιν; ἅμα τινί, mit Jemandem, 8, 101; τί βουλεύεσθον ποιεῖν Plat. Charm. 176 c; περί τινος Lach. 185 a; τὰ ἄριστα περί τινος Thuc. 6, 23; περὶ τὸ γεγονός Plat. Rep. X, 604 c; βουλὴν περί τινος Polit. 298 b; πρὸς ταῦτα, in Beziehung darauf, Xen. An. 1, 3, 19; ὅ τι χρὴ ποιεῖν 1, 3, 11; πῶς 3, 4, 40; für Einen sorgen, κακῶς πρό τινος 7, 6, 27; παραχρῆμα οὐδὲ βουλευσάμενος, ohne Überlegung, Dem. 37, 13. So auch perf., Her. 3, 134; Plat. Charm. 176 c; βεβουλευμένος, der seinen Entschluß gefaßt hat, Thuc. 1, 69; Men. bei Stob. fl. 96, 20.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐβούλευσα, pf. βεβούλευκα;
I. (βουλή, conseil, délibération);
1 tenir conseil, délibérer ; περί τινος, sur qch ; ὅπως τι γένηται OD pour qu'une chose se fasse ou pour voir comment une chose pourrait se faire;
2 projeter après délibération, projeter, décider : β. νόον OD former un projet ; ὁδόν OD, φύξιν IL former le projet d'un voyage, d'une fuite ; τινι β. ὄλεθρον IL décider la perte de qqn ; avec l'inf. décider de : ἐς μίαν βουλεύειν (s.e. βουλήν) IL décider à l'unanimité ; Pass. être décidé, être résolu en parl. d'un projet, d'un plan, etc. ; avec l'inf. : τοῖσι δὲ ἐβεβούλευτο HDT ils avaient résolu de ; τὰ βουλευόμενα XÉN les projets ou questions en délibération ; τὰ βεβουλευμένα HDT les résolutions prises;
3 donner un conseil : τὰ λῷστα β. ESCHL donner le meilleur conseil ; avec un dat. : β. τινί ESCHL donner un conseil à qqn;
II. (βουλή, assemblée délibérante) être membre d'un conseil, siéger dans un conseil particul. à Athènes, en parl. du conseil des Cinq cents ou Sénat;
Moy. βουλεύομαι (ao. ἐβουλευσάμην et ἐβουλεύθην, pf. βεβούλευμαι);
1 se consulter, délibérer en soi-même ou avec d'autres : περί τινος, περί τι, ὑπέρ τινος au sujet de qch, πρός τι, pour prendre des mesures au sujet de qch;
2 projeter en soi-même, méditer : κακὴν ἀπάτην IL une fraude ; décider, se résoudre à, acc. ; β. πάλιν changer d'avis, revenir sur une décision.
Étymologie: βουλή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουλεύω βουλή ep. inf. praes. βουλευέμεν; zich beraden (alleen of met anderen)
1. abs. of met prep. bep.
2. beraad houden, beraadslagen, vergaderen, overleggen:; τοί κεν Ἀχαιῶν νόσφιν βουλεύωσ (ι) die apart van de Grieken beraadslagen Il. 2.347; εἰ δέ ποτ’ ἔς γε μίαν βουλεύσομεν als we ooit eensgezind zullen beraadslagen Il. 2.379; ἵνα σφίσι βουλεύῃσθα opdat u in het belang van uw mensen overlegt Il. 9.99; οἷος κεῖνος ἔην βουλευέμεν ἠδὲ μάχεσθαι zoals hij was in planning en strijd Od. 14.491; παρίζειν βουλεύουσι τοῖσι γέρουσι de vergaderingen van de geronten bijwonen Hdt. 6.57.5; ἡ δὲ βουλὴ ἣ πρὸ τῶν τριάκοντα βουλεύουσα de raad die vóór de Dertig raadsvergaderingen hield Lys. 13.20; met περί:; Κύρου δὲ πέρι βουλεύων over Cyrus overleggend Hdt. 1.120.1; βουλεῦσαι περὶ Μυτιληναίων beraadslagen over de Mytileniërs Thuc. 3.28.1; ook med..; τὸ... εὖ βουλεύεσθαι goed overleggen Hdt. 7.10δ2; περὶ τοῦ μέλλοντος... βουλεύεσθαι over de toekomst beraadslagen Thuc. 3.44.3; βεβουλεύμεθα ons plan staat vast Plat. Chrm. 176c; ὁ βουλευόμενος wie zich beraadt Aristot. EN 1112b20; med. spec. van politieke beraadslaging. τοῦ βουλεύεσθαι... μετέχειν deelhebben aan politieke beraadslaging Aristot. Pol. 1281b31; τὸ βουλευόμενον de beleidsbepalende instantie Aristot. 1291a28.
3. raadslid zijn:. βουλεύειν λαχών het ambt van raadslid verkregen hebbend Plat. Grg. 473e.
4. met acc., inf. of afh. zin (iets) overwegen, beramen, zinnen op (iets), overdenken; act..; βουλεύειν φύξιν de vlucht overwegen Il. 10.398; β. ὁδόν de reis overdenken Od. 1.444; γυναικὶ ἐβούλευε ὄλεθρον zij zon op de ondergang van de vrouw Hdt. 9.110.1; med..; κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο hij heeft een kwalijk bedrog bedacht Il. 2.114; θάνατον... ὃν πατὴρ βουλεύεται de dood die haar vader (voor haar) beraamt Eur. IA 1102; τί βουλεύεσθον ποιεῖν; wat zijn jullie twee van plan te doen? Plat. Chrm. 176c; βουλεύου ὅτι ποιήσεις bedenk wat je zult doen Plat. Chrm. 176c; met ὅπως -zin; ἐγὼ βούλευον, ὅπως ὄχ’ ἄριστα γένοιτο ik overdacht hoe het verreweg het beste zou gaan Od. 9.420; aor. act. en med. (tot) iets besluiten, vaststellen, bedenken:; τῷ... βούλευσαν ὄλεθρον voor hem hadden zij de ondergang bepaald Il. 14.464; οὐ... τοῦτον μὲν ἐβούλευσας νόον αὐτή; heb je niet zelf dat plan bedacht? Od. 5.23; med..; ἵνα μή τι ἀλλοῖον περὶ σεῦ... βουλεύσωνται opdat zij niet iets anders over u besluiten Hdt. 5.40.1; met acc. v. h. inw. obj..; μή τι βουλεύσῃ νέον dat zij een duister plan bedenkt Eur. Med. 37; ook met adv..; τώ γ’ ὣς βουλεύσαντε διέτμαγεν toen de twee zo besloten hadden gingen zij uiteen Il. 1.531; met inf..; τὸν μὲν ἐγὼ βούλευσα... οὐτάμεναι ik besloot hem dood te steken Od. 9.299; med..; ταῦτ’ ἐβουλεύσω ποιεῖν dat besloot jij te doen Soph. OT 537; met ἵνα -zin; ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν en de hogepriesters besloten dat ze ook Lazarus zouden doden NT Io. 12.10; perf. med. met inf..; βεβούλευμαι... στρατεύεσθαι ik ben vastbesloten de veldtocht te ondernemen Hdt. 3.134.4; οἷά μοι βεβουλευκὼς ἔχει al wat hij tegen mij in zijn schild voert Soph. OT 701; εἰ γὰρ μὴ βεβούλευσαι καλῶς want als je geen goede keuze gemaakt hebt Eur. Suppl. 248; ook pass.. τὰ βεβουλευμένα de besluiten Hdt. 4.128.2.
5. aanraden, met dat. en inf.: ἀστοῖς... βουλεύω σέβειν (dit) raad ik de burgers aan in acht te nemen Aeschl. Eum. 697.
Russian (Dvoretsky)
βουλεύω:
1 тж. med. совещаться, обсуждать, советоваться (περί τινος Hom., Her., Thuc., Plat.; med. περί τι и ὑπέρ τινος Plat., τι Thuc., Plat., πρός τι Thuc.): β. βουλάς Hom. и βουλεύεσθαι βουλήν Plat. держать совет, совещаться;
2 тж. med. замышлять, задумывать или постановлять, решать (πῆμα κακόν τινι Hom. и θάνατόν τινι Plat.; med. οἷόν τε ἴσον τι ἢ δίκαιον Thuc.): ἐς μίαν β. Hom. решать единогласно; τὸ εὖ βουλεύεσθαι Her. принятие правильного решения; τὰ βουλευόμενα Xen. предположения или проекты; τὰ βεβουλευμένα Her., Plut. решения, постановления; οὐ βουλεύσας σωτήριον ἑαυτῷ Plut. не найдя для себя средства спасения;
3 давать совет, советовать (τι и τινί Hom., Aesch.);
4 участвовать в совещаниях Her.;
5 тж. med. заседать в (афинском) Совете Пятисот, быть булевтом Xen., Plat., Arst.: μετέχειν τοῦ βουλεύεσθαι Arst. участвовать в решении государственных вопросов.
Middle Liddell
βουλή
I. to take counsel, deliberate, concert measures, and in past tenses to have considered and so to determine, resolve:
1. absol., οἷος ἔην βουλευέμεν ἠδὲ μάχεσθαι such as he was in council and in battle, Od.; ἔς γε μίαν βουλεύσομεν [sc. βουλήν] we shall agree to one plan, Od.:—in Prose, this sense belongs chiefly to the Mid.
2. c. acc. rei, to deliberate on, plan, devise, Od., Hdt., Attic:—Pass. with fut. mid., aor1 ἐβουλεύθην: perf. βεβούλευμαι:— to be determined or resolved on, Aesch., etc.; τὰ βεβουλευμένα = βουλεύματα, Hdt.
3. c. inf. to resolve to do, Od., Hdt.
II. to give counsel, τὰ λῷστα β. Aesch.; c. dat. pers. to advise, Il., Aesch.
III. in polit. writers, to be a member of Council, Hdt.; especially of the Council of 500 at Athens, Plat., Xen., etc.
B. Mid., fut. -εύσομαι: aor1 ἐβουλευσάμην, epic βουλ or in pass. form ἐβουλεύθην: perf. βεβούλευμαι:
1. absol. to take counsel with oneself, deliberate, Hdt., Attic
2. c. acc. rei, to determine with oneself, resolve on, Il., Hdt.
3. c. inf. to resolve to do, Hdt., Plat.; β. ὅπως…, Xen.
English (Autenrieth)
(βουλή), fut. inf. βουλευσέμεν, aor. (ἐ)βούλευσα: hold counsel, deliberate, advise, devise; abs., Il. 2.347; βουλήν, βουλὰς βουλεύειν, Il. 9.75, Il. 10.147; βουλεύειν τινι, Il. 9.99; ὁδὸν φρεσὶ βουλεύειν, Od. 1.444; κακόν τινι, Od. 5.179; foll. by inf., I thought to, Od. 9.299; by ὅπως, Od. 9.420; mid., devise, determine upon, ἀπάτην, Β 11, Il. 9.21.
English (Slater)
βουλεύω
1 determine
a c. inf. παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί (N. 9.37)
b c. acc., be resolved upon κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον κύνα χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν (v.l. βουλεύοντι: bloodthirsty) fr. 234. 3.
English (Abbott-Smith)
βουλεύω (< βουλή), [in LXX chiefly for יעץ;]
to take counsel, deliberate, resolve. In mid.,
1.to take counsel with oneself, consider: seq. εἰ, Lk 14:31.
2.to determine with oneself, resolve: c. inf., Ac 5:33 27:39; c. acc., II Co 1:17; seq. ἵνα, Jo 11:53 12:10 (cf. παρα-, συμ-).†
English (Strong)
from βουλή; to advise, i.e. (reflexively) deliberate, or (by implication) resolve: consult, take counsel, determine, be minded, purpose.
English (Thayer)
1. to deliberate, take counsel, resolve, give counsel (Homer down)).
2. to be a councillor or senator, discharge the office of a senator: Xenophon, mem. 1,1, 18; Plato, Gorgias, p. 473{e}; (others). In the N.T. middle, (present βουλεύομαι; imperfect ἐβουλευομην; future βουλεύσομαι, L marginal reading T WH; 1st aorist ἐβουλευσαμην):
1. to deliberate with oneself consider: followed by εἰ, Xenophon, mem. 3,6, 8).
2. to take counsel, resolve: followed by an infinitive, R G T Tr marginal reading);); τί, ἵνα, L T Tr text WH; Winer's Grammar, § 38,3). (Compare: παραβουλεύω (παραβούλομαι), συμβουλεύω.)
Greek Monolingual
(AM βουλεύω)
Ι. συμβουλεύω
αρχ.
1. σκέπτομαι, κρίνω
2. σχεδιάζω, προετοιμάζω, μηχανεύομαι
3. αποφασίζω να κάνω κάτι
4. είμαι μέλος της βουλής
II. βουλεύομαι (AM βουλεύομαι)
1. σκέπτομαι, μελετώ
2. συσκέπτομαι με άλλους και αποφασίζω
μσν.
συμβουλεύω
αρχ.
αποφασίζω να πράξω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουλή.
ΠΑΡ. βούλευμα, βουλευτής
αρχ.
βουλεία, βουλείον, βούλευσις, βουλευτός.
ΣΥΝΘ. επιβουλεύω, συμβουλεύω
αρχ.
διαβουλεύω, μεταβουλεύω, προβουλεύω.
Greek Monotonic
βουλεύω: μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἐβούλευσα, Επικ. βούλευσα, παρακ. βεβούλευκα (βουλή).
Α. I. συνεδριάζω, αποφαίνομαι, λαμβάνω μέτρα· και στους παρελθοντικούς χρόνους, έχω συλλογιστεί και επομένως, καθορίζω, αποφασίζω.
1. απόλ., οἷος ἔην βουλευέμεν ἠδὲ μάχεσθαι, όπως ακριβώς θα ήταν στο συμβούλιο ή στη μάχη, σε Ομήρ. Οδ.· ἔς γε μίαν βουλεύσομεν (ενν. βουλήν), θα συμφωνήσουμε σε ένα κοινό σχέδιο, στο ίδ.· στους πεζογράφους, αυτή η σημασία ανήκει κυρίως στη Μέσ.
2. με αιτ. πράγμ., σχεδιάζω, μηχανεύομαι, σκέφτομαι για κάτι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. — Παθ., με Μέσ. μέλ., αόρ. αʹ ἐβουλεύθην, παρακ. βεβούλευμαι, είμαι αποφασισμένος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· τὰ βεβουλευμένα = βουλεύματα, σε Ηρόδ.
3. με απαρ., αποφασίζω να πράξω κάτι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
II. δίνω γνώμη, παρέχω συμβουλή· τὰ λῷστα βουλεύω, σε Αισχύλ.· με δοτ. προσ., συμβουλεύω, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
III. στους πολιτικούς συγγραφείς, είμαι μέλος της Βουλής, σε Ηρόδ.· ιδίως, είμαι μέλος της Βουλής των πεντακοσίων στην Αθήνα, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ. Β. Μέσ., μέλ. -εύσομαι, αόρ. αʹ ἐβουλευσάμην, Επικ. βουλ-, Παθ. αόρ. ἐβουλεύθην, παρακ. βεβούλευμαι.
1. απόλ., συσκέπτομαι ατομικά, αποφασίζω, σε Ηρόδ., Αττ.
2. με αιτ. του πράγμ., ορίζω κάτι από μόνος μου, αποφασίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
3. με απαρ., αποφασίζω να πράξω, στον ίδ., σε Πλάτ.· σπανιότερα με δευτερεύουσα πρόταση, βουλεύομαι ὅπως..., σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
βουλεύω: μέλλ. –σω· ἀόρ. ἐβούλευσα Ὅμ., Ἀττ., Ἐπ. βούλ- Ὅμ.· πρκμ. βεβούλευκα Σοφ. Ο. Τ. 701· περὶ τοῦ μέσ. καὶ παθ. ἴδε κατωτ.· (βουλή). Σκέπτομαι, κρίνω, συσκέπτομαι πρὸς λῆψιν μέτρων, σχεδιάζω, καὶ ἐν τοῖς παθητ. χρόνοις, ὁρίζω ἢ ἀποφασίζω μετὰ τὴν σκέψιν. 1) ἀπολ., ὣς βουλεύσαντε Ἰλ. Α. 531· βουλευέμεν ἠὲ μέχεσθε, εἰς συμβούλιον, σύσκεψιν ἢ εἰς μάχην, Ὀδ. Ξ. 491· β. ὅπως τι γένηται Ι. 420, Λ. 228· δυσμενέεσσιν φόνου πέρι β. ΙΙ. 234· ἔς γε μίαν βουλεύσομεν [ἐνν. βουλήν], θὰ συμφωνήσωμεν εἰς ἓν σχέδιον, Β. 379· θυμῷ β. Μ. 58· β. περί τινος Ἡρόδ. 1. 120, Θουκ. 3. 28., 5. 116· ἀλλὰ παρὰ πεζοῖς ἡ ἔννοια αὕτη ἀνήκει κυρίως εἰς τὸ μέσον, ἴδε κατωτ. Β. 2) μ. αἰτ. πράγμ., σκέπτομαι περὶ τινος, σχεδιάζω, μηχανῶμαι, β. βουλὰς (ἴδε ἐν λ. βουλή)· οὐ…τοῦτον μὲν ἐβούλευσας νόον αὐτὴ Ὀδ. Ε. 23· ὁδὸν Α. 444· φύξιν Κ. 311. 398· κέρδεα Ψ. 217· ψεύδεα Ξ. 296· μ. δοτ. προσωπ., τῷ γάρ ῥα θεοὶ βούλευσαν ὄλεθρον Ἰλ. Ξ. 464· β. πῆμά τινι Ὀδ. Ε. 179, κτλ.· καὶ οὕτως παρ’ Ἡρόδ. 9. 110, καὶ Ἀττ.· νεώτερα β. περί τινος Ἡρόδ. 1. 210. ― Παθ. (μετὰ μέσ. μέλλ., Αἰσχύλ. ἔνθα κατωτ.)· ἀόρ. ἐβουλεύθην Θουκ. 1. 120, Πλάτ.· πρκμ. βεβούλευμαι (συχνότερον μὲ μέσ. σημασ., ἴδε κατωτ. Β)· ― ὡρισμένος εἶμαι, ἀποφασισμένος, ψῆφος κατ’ αὐτῶν βουλεύσεται Αἰσχύλ. Θήβ. 198· βεβούλευται τάδε ὁ αὐτ. Πρ. 998, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 10. 4· τὰ βεβουλευμένα = βουλεύμαται ὁ αὐτ. 4. 128, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 2, 2. 3) μετ’ ἀπαρ., σκέπτομαι, ἀποφασίζω νὰ πράξω τι, τὸν μὲν ἐγὼ βούλευσα… οὐτάμεναι Ὀδ. Ι. 299· οὕτως Ἡρόδ. 1. 73., 6. 52, 61, κτλ. ― Παθ., βεβούλευτό σφι ποιέειν ὁ αὐτ. 5. 92, 3. ΙΙ. δίδω γνώμην, ἐκφέρω γνώμην, τὰ λῷστα β. Αἰσχύλ. Πρ. 204, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 694Β· μ. δοτ. προσ., συμβουλεύω, Ἰλ. Ι. 99, Αἰσχύλ. Εὐμ. 700. ΙΙΙ. παρ’ ἱστορικοῖς καὶ πολιτικοῖς συγγραφ., εἶμαι μέλος τῆς βουλῆς, εἶμαι βουλευτής, Ἡρόδ. 6. 57, Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 16· ἰδίως τῆς ἐν Ἀθήναις βουλῆς τῶν 500, Ἀντιφ. 146. 34, Ἀνδοκ. 10. 27, Πλάτ. Γοργ. 473Ε, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 18, Δημ., κτλ.· ἡ βουλὴ ἡ βουλεύουσα Λυσ. 131. 16. Β. Μέσ., μέλλ. –εύσομαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 846, Χο. 218, Θουκ. 1. 43, Πλάτ.· ἀόρ. ἐβουλευσάμην ὁ αὐτ., κτλ.· Ἐπ. βουλ- Ἰλ. Β. 114· ὡσαύτως ἐβουλεύθην Ἡρόδ. 7. 157, Διον. Ἁλ.· πρκμ. βεβούλευμαι Ἡρόδ. 3. 134, Σοφ. Ἠλ. 385, Θουκ. 1. 69, Εὐρ., κτλ.· ἂν καὶ τοῦτο ὡσαύτως κεῖται ἐπὶ παθ. σημασίας, ἴδε ἀνωτ.· ― συνηθέστερον παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. ἢ τὸ ἐνεργ., 1) ἀπολ., σκέπτομαι κατ’ ἐμαυτόν, κρίνω, ἀποφασίζω, Ἡρόδ. 7. 10, 4, συχν. παρὰ Πλάτ. καὶ Ἀριστ., ἅμα τινὶ Ἡρόδ. 8. 104· περί τινος Θουκ. 3. 44, Πλάτ. Φαίδρ. 231Α, κτλ.· περί τι ὁ αὐτ. Πολ. 604C· ὑπέρ τινος αὐτόθι 428D· πρός τι Θουκ. 7. 47· ― μ. συστοίχ. αἰτιατ., β. βούλευμα Ἀνδοκ. 27. 15· βουλὴν Πλάτ., κτλ.· ἴσον τι ἢ δίκαιον Θουκ. 2. 44. 2) ἐνεργῶ ὡς μέλος συμβουλίου, ἑπομένως, προτείνω τί τὸ πρακτέον, ἀντίθετον τῷ συμβουλεύομαι, Ἀριστ. Πολ. 4. 14, 15· τὸ βουλευόμενον αὐτόθι 16. 3) μ. αἰτ. πράγματος, ὁρίζω τι κατ’ ἐμαυτόν, ἀποφασίζω, κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο Ἰλ. Β. 114 (τὸ μόνον χωρίον ἔνθα ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ μέσ.)· ἀλλοῖόν τι περί τινος Ἡρόδ. 5. 40. 4) μ. ἀπαρ., ἀποφασίζω νὰ πράξω, ὁ αὐτ. 3. 134, Πλάτ. Χαρμ. 176C. 5) σπανίως ἀκολουθούσης ἐξηρτημένης προτάσεως, β. ὅτι ποιήσεις αὐτόθι· β. ὅπως…, μεθ’ ὑποτακτ., Ξεν. Κύρ. 1. 4, 13.
Chinese
原文音譯:bouleÚw 布留哦
詞類次數:動詞(8)
原文字根:商議 相當於: (יׄועֵץ / יָעַץ / עָצַץ)
字義溯源:勸告,商議,起意,有意,想要,酌量,留意,諮詢,決意,議定;源自(βουλή)=旨意);而 (βουλή)出自(βούλομαι)*=願意)。同源字: (βούλομαι)願意。參讀 (ἀναλογίζομαι)同義字
出現次數:總共(8);路(1);約(2);徒(2);林後(3)
譯字彙編:
1) 他們就商議(2) 約11:53; 徒27:39;
2) 我有⋯意(1) 林後1:17;
3) 我⋯起的意(1) 林後1:17;
4) 起的(1) 林後1:17;
5) 想要(1) 徒5:33;
6) 商議(1) 約12:10;
7) 酌量(1) 路14:31
Mantoulidis Etymological
(=σκέπτομαι, ἀποφασίζω). Ἀπό τό βουλή Ἀπό ρίζα βολ- τοῦ βούλομαι.
Παράγωγα: βούλευμα (=ἀπόφαση τῆς ἐκκλησίας τοῦ δήμου), προβούλευμα (=σχέδιο νόμου πού τό παρουσίαζε ἡ βουλή, γιά νά ἐγκριθεῖ ἀπό τήν ἐκκλησία τοῦ δήμου), βούλευσις, βουλευτής, βουλευτήριον, βουλευτικός, βουλευτός, ἀπροβούλευτος, βουλευτέον, συμβουλευτέον, βουλεία (=τό ὑπούργημα τοῦ βουλευτοῦ), βουλεῖον (=βουλευτήριο).