3,258,334
edits
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνισχύω''': ἰσχυροποιῶ, ἐνδυναμώνω τι, ὁ δὲ [[χρόνος]] [[ταῦτα]] ἐνισχύει πάντα Ἱππ. Νόμος 2. 26. ΙΙ. ἀμετάβ., [[ὑπερισχύω]] ἐν ἢ [[μεταξύ]], ἐν ταῖς πόλεσι ἐνισχύει τὰ [[νόμιμα]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 14· ἀπολ., ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 17 κ. ἀλλ.· ἐπὶ παροιμιῶν, [[παρά]] τισιν ἐν. Διόδ. 20. 58· ἐνίσχυσεν ὡς, ὑπερίσχυσεν ἡ γνώμη ὅτι..., ὁ αὐτ. 5. 57. | |lstext='''ἐνισχύω''': ἰσχυροποιῶ, ἐνδυναμώνω τι, ὁ δὲ [[χρόνος]] [[ταῦτα]] ἐνισχύει πάντα Ἱππ. Νόμος 2. 26. ΙΙ. ἀμετάβ., [[ὑπερισχύω]] ἐν ἢ [[μεταξύ]], ἐν ταῖς πόλεσι ἐνισχύει τὰ [[νόμιμα]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 14· ἀπολ., ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 17 κ. ἀλλ.· ἐπὶ παροιμιῶν, [[παρά]] τισιν ἐν. Διόδ. 20. 58· ἐνίσχυσεν ὡς, ὑπερίσχυσεν ἡ γνώμη ὅτι..., ὁ αὐτ. 5. 57. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=avoir <i>ou</i> prendre de la force dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἰσχύω]]. | |||
}} | }} |