Anonymous

ἐνισχύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνισχύω''': ἰσχυροποιῶ, ἐνδυναμώνω τι, ὁ δὲ [[χρόνος]] [[ταῦτα]] ἐνισχύει πάντα Ἱππ. Νόμος 2. 26. ΙΙ. ἀμετάβ., [[ὑπερισχύω]] ἐν ἢ [[μεταξύ]], ἐν ταῖς πόλεσι ἐνισχύει τὰ [[νόμιμα]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 14· ἀπολ., ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 17 κ. ἀλλ.· ἐπὶ παροιμιῶν, [[παρά]] τισιν ἐν. Διόδ. 20. 58· ἐνίσχυσεν ὡς, ὑπερίσχυσεν ἡ γνώμη ὅτι..., ὁ αὐτ. 5. 57.
|lstext='''ἐνισχύω''': ἰσχυροποιῶ, ἐνδυναμώνω τι, ὁ δὲ [[χρόνος]] [[ταῦτα]] ἐνισχύει πάντα Ἱππ. Νόμος 2. 26. ΙΙ. ἀμετάβ., [[ὑπερισχύω]] ἐν ἢ [[μεταξύ]], ἐν ταῖς πόλεσι ἐνισχύει τὰ [[νόμιμα]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 14· ἀπολ., ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 17 κ. ἀλλ.· ἐπὶ παροιμιῶν, [[παρά]] τισιν ἐν. Διόδ. 20. 58· ἐνίσχυσεν ὡς, ὑπερίσχυσεν ἡ γνώμη ὅτι..., ὁ αὐτ. 5. 57.
}}
{{bailly
|btext=avoir <i>ou</i> prendre de la force dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἰσχύω]].
}}
}}