3,243,582
edits
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίκροτος''': -ον, ὁ διττῶς κροτῶν, [[σφυγμός]], Γαλην. 8, σ. 28, 29, 268, 269· κῶπαι Εὐρ. Ι. Τ. 408. 2) ἐπὶ πλοίων, ὁ ἔχων διπλᾶς κώπας ἢ δύο σειρὰς κωπῶν ἐν ἐκατέρᾳ πλευρᾷ, ἀλλαχοῦ [[διήρης]], Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 28, Ἀνθ. Π. 7. 640· πρβλ. [[μονόκροτος]]. ΙΙ. δ. [[ἁμαξιτός]], ὁδὸς διὰ δύο ἁμάξας, Εὐρ. Ἠλ. 775. | |lstext='''δίκροτος''': -ον, ὁ διττῶς κροτῶν, [[σφυγμός]], Γαλην. 8, σ. 28, 29, 268, 269· κῶπαι Εὐρ. Ι. Τ. 408. 2) ἐπὶ πλοίων, ὁ ἔχων διπλᾶς κώπας ἢ δύο σειρὰς κωπῶν ἐν ἐκατέρᾳ πλευρᾷ, ἀλλαχοῦ [[διήρης]], Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 28, Ἀνθ. Π. 7. 640· πρβλ. [[μονόκροτος]]. ΙΙ. δ. [[ἁμαξιτός]], ὁδὸς διὰ δύο ἁμάξας, Εὐρ. Ἠλ. 775. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui heurte deux fois : δίκροτοι κῶπαι EUR rames manœuvrant sur les deux bords;<br /><b>2</b> frappé de deux côtés ; <i>en parl. de navires</i> à deux bancs de rameurs (<i>cf.</i> [[διήρης]]).<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[κρότος]]. | |||
}} | }} |