Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δίκροτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίκροτος''': -ον, ὁ διττῶς κροτῶν, [[σφυγμός]], Γαλην. 8, σ. 28, 29, 268, 269· κῶπαι Εὐρ. Ι. Τ. 408. 2) ἐπὶ πλοίων, ὁ ἔχων διπλᾶς κώπας ἢ δύο σειρὰς κωπῶν ἐν ἐκατέρᾳ πλευρᾷ, ἀλλαχοῦ [[διήρης]], Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 28, Ἀνθ. Π. 7. 640· πρβλ. [[μονόκροτος]]. ΙΙ. δ. [[ἁμαξιτός]], ὁδὸς διὰ δύο ἁμάξας, Εὐρ. Ἠλ. 775.
|lstext='''δίκροτος''': -ον, ὁ διττῶς κροτῶν, [[σφυγμός]], Γαλην. 8, σ. 28, 29, 268, 269· κῶπαι Εὐρ. Ι. Τ. 408. 2) ἐπὶ πλοίων, ὁ ἔχων διπλᾶς κώπας ἢ δύο σειρὰς κωπῶν ἐν ἐκατέρᾳ πλευρᾷ, ἀλλαχοῦ [[διήρης]], Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 28, Ἀνθ. Π. 7. 640· πρβλ. [[μονόκροτος]]. ΙΙ. δ. [[ἁμαξιτός]], ὁδὸς διὰ δύο ἁμάξας, Εὐρ. Ἠλ. 775.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui heurte deux fois : δίκροτοι κῶπαι EUR rames manœuvrant sur les deux bords;<br /><b>2</b> frappé de deux côtés ; <i>en parl. de navires</i> à deux bancs de rameurs (<i>cf.</i> [[διήρης]]).<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[κρότος]].
}}
}}