3,277,301
edits
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίπαλτος''': -ον, παλλόμενος δι’ ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν, δ. [[ξίφη]], δύο [[ξίφη]], δύο ἀνδρῶν ὑψωμένα [[ξίφη]], Εὐρ. Ι. Τ. 312· δ. πῦρ, κεραυνὸς ἐξακοντιζόμενος ὑπὸ τοῦ Διὸς ἀμφοτέραις ταῖς χερσί, δηλ. παντὶ σθένει, ὁ αὐτ. Τρῳ. 1104. ΙΙ. ἐν Σοφ. Αἴ. 402, πᾶς… στρατὸς [[δίπαλτος]] ἄν με χειρὶ φονεύοι, [[ὅλος]] ὁ στρατὸς ἤθελε μὲ φονεύσει [[ἕκαστος]] μὲ δύο λόγχας (ὡς παρ’ Ὁμ. δύο δοῦρε ἔχων) δηλ. [[ἕκαστος]] μὲ ὅλην του τὴν δύναμιν· πρβλ. [[δορίπαλτος]], [[τρίπαλτος]]. | |lstext='''δίπαλτος''': -ον, παλλόμενος δι’ ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν, δ. [[ξίφη]], δύο [[ξίφη]], δύο ἀνδρῶν ὑψωμένα [[ξίφη]], Εὐρ. Ι. Τ. 312· δ. πῦρ, κεραυνὸς ἐξακοντιζόμενος ὑπὸ τοῦ Διὸς ἀμφοτέραις ταῖς χερσί, δηλ. παντὶ σθένει, ὁ αὐτ. Τρῳ. 1104. ΙΙ. ἐν Σοφ. Αἴ. 402, πᾶς… στρατὸς [[δίπαλτος]] ἄν με χειρὶ φονεύοι, [[ὅλος]] ὁ στρατὸς ἤθελε μὲ φονεύσει [[ἕκαστος]] μὲ δύο λόγχας (ὡς παρ’ Ὁμ. δύο δοῦρε ἔχων) δηλ. [[ἕκαστος]] μὲ ὅλην του τὴν δύναμιν· πρβλ. [[δορίπαλτος]], [[τρίπαλτος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> brandi <i>ou</i> lancé à deux mains ; lancé par deux mains, <i>càd</i> par deux personnes : δίπαλτα ξίφη EUR les deux épées;<br /><b>2</b> qui lance des traits de deux côtés.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[πάλλω]]. | |||
}} | }} |