ἐγκρίνω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκρίνω''': ῑ: μέλλ. -κρῐνῶ: ― λογίζω ἐν, [[κρίνω]] ἢ θεωρῶ ὡς, τίν’ ἄνδρ’ ἄριστον ἐγκρίναιεν ἄν; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 183: ― [[παραδέχομαι]], [[ἐγκρίνω]] ὡς ἐκλεχθέντα ἢ ὡς ἐκλεκτόν, εἰς τὴν αἵρεσιν Πλάτ. Νόμ. 755D· εἰς τὴν γερουσίαν Δημ. 489. 19· εἰς τὸ [[στάδιον]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 40. 2) [[παραδέχομαι]], [[ἀποδέχομαι]], [[ἐγκρίνω]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀποκρίνω]], Πλάτ. Νόμ. 936Α· ἐν τοῖς φιλοσόφοις ὁ αὐτ. Πολ. 486D, πρβλ. Νόμ. 952Α, κ. ἀλλ., καὶ ἴδε [[ἐγκριτέον]]: ― θεωρῶ ὡς γνήσιον, [[παραδέχομαι]], [[ἐγκρίνω]], π.χ. συγγραφέα ὡς δόκιμον, Σουΐδ.
|lstext='''ἐγκρίνω''': ῑ: μέλλ. -κρῐνῶ: ― λογίζω ἐν, [[κρίνω]] ἢ θεωρῶ ὡς, τίν’ ἄνδρ’ ἄριστον ἐγκρίναιεν ἄν; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 183: ― [[παραδέχομαι]], [[ἐγκρίνω]] ὡς ἐκλεχθέντα ἢ ὡς ἐκλεκτόν, εἰς τὴν αἵρεσιν Πλάτ. Νόμ. 755D· εἰς τὴν γερουσίαν Δημ. 489. 19· εἰς τὸ [[στάδιον]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 40. 2) [[παραδέχομαι]], [[ἀποδέχομαι]], [[ἐγκρίνω]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀποκρίνω]], Πλάτ. Νόμ. 936Α· ἐν τοῖς φιλοσόφοις ὁ αὐτ. Πολ. 486D, πρβλ. Νόμ. 952Α, κ. ἀλλ., καὶ ἴδε [[ἐγκριτέον]]: ― θεωρῶ ὡς γνήσιον, [[παραδέχομαι]], [[ἐγκρίνω]], π.χ. συγγραφέα ὡς δόκιμον, Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=admettre après examen, décider d’admettre parmi : [[εἰς]] τὸ [[στάδιον]] XÉN dans le stade ; <i>abs.</i> accepter après examen <i>ou</i> après réflexion, approuver.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κρίνω]].
}}
}}