ἐγκρίνω
English (LSJ)
[ῑ],
A reckon in or reckon among: reckon as, τίν' ἄνδρ' ἄριστον ἐγκρίναιεν ἄν; E.HF183.
2 of persons, select, admit, ἐ. ἢ συγκρ. 2 Ep.Cor.10.12:—Pass., εἰς τὴν αἵρεσιν Pl.Lg.755d; εἰς τὴν γερουσίαν D.20.107; τὸ στάδιον X.HG4.1.40; of ἔφηβοι, IG7.29 (iii/ii B. C.); of athletes, Artem.1.59; ἐγκρινόμενος, ὁ, subject of statue by Alcamenes, Plin.HN34.72.
3 admit, accept, opp. ἀποκρίνω, Pl.Lg.936a; ἐν τοῖς φιλοσόφοις Id.R.486d, cf. Lg.952a, al.; τρία γένη σημείων Phld.Sign.32; παλιγγενεσίαν Sch.Pi.O.2.104; regard as genuine, νομίσματα Phld.Rh.1.256 S.; admit, sanction, e.g. an author as classical, Suid. s.v. Δείναρχος.
4 approve, Plb.9.2.4 (Pass.), Plu.2.11f; ἀριθμὸς ἐγκρίνεται is adopted, Ael.Tact.8.3.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐνικρ- A.R.1.48, 227
• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: [pas. aor. ind. ἐνεκρίθη, pero ἐνεκρίνθη Q.S.5.648, inf. ἐνικρινθῆναι A.R.ll.cc.]
I 1c. idea de valoración considerar, estimar c. ac. de pers. y adj. pred. considerar como ἐροῦ τίν' ἄνδρα ἄριστον ἐγκρίνειαιν ἄν pregunta a qué hombre considerarían el mejor E.HF 183, c. ὡς: ἐγκρίνειν ταύτην ὡς μαντικὴν πρόγνωσιν considerarla (la intuición) como una presciencia adivinatoria Iambl.Myst.3.26, ἐγκρίνουσι δὲ οἱ ἄπειροι τὸν τοιοῦτον ὡς ἀκέραιον Dsc.1.66, c. or. de inf. τρισσῶν δὲ μοιρῶν ἐγκρινῶ νικᾶν μίαν E.Fr.285.3, c. ac. de abstr. y gen. partit. οἵους (λόγους) ἐγκρῖναι τῶν φιλοσόφων ἐστίν (argumentos) que pueden considerarse filosóficos Phld.Rh.2.137Aur.
•abs. juzgar, discernir ἀ μέθοδον ἐνκρῖναι juzgar sin método Phld.Rh.2.85Aur.
2 estimar, tener en alta estima en v. pas. ἐνεκρίνθη δὲ θεοῖσιν αὐτός Q.S.l.c., οὕτω δὲ τοῦ ἐρᾶν ἐγκεκριμένου παρ' αὐτοῖς teniendo el amar tan alta consideración entre ellos Plu.Lyc.18, ἐγκεκρίσθω δὲ ὁ γάμος sea tenido en aprecio el matrimonio Clem.Al.Paed.2.10.95.
3 incluir en o entre c. ac. de pers. o abstr. y giro c. prep. o dat., ref. a un grupo o categoría ἐπιλήσμονα ἄρα ψυχὴν ἐν ταῖς ἱκανῶς φιλοσόφοις μή ποτε ἐγκρίνωμεν no incluyamos entonces un alma olvidadiza entre las auténticamente filosóficas Pl.R.486d, Αἰσχίνην ... Φρύνιχος ... εἰς τοὺς ἀρίστους ἐγκρίνει Phot.Bibl.20b25, περὶ τοῦ ἐγκρίνειν τοὺς ἀρχαίους τὴν διαλεκτικὴν σὺν ταῖς ἀποδείξεσι tít. de una obra de Crisipo, Chrysipp.Stoic.2.9, sólo c. ac. ἐγκρίνει καὶ Ἐπιμενίδην τὸν Κρῆτα incluye también (en el grupo de los Siete Sabios) a Epiménides de Creta D.L.1.41
•sólo c. ac. obj. dir. elegir, aceptar ὃ μὲν ἂν οὗτος ἐγκρίνῃ y lo que él (el encargado de la educación de los jóvenes) acepte op. ἀποκρίνῃ Pl.Lg.936a, cf. 952a, τοὺς δὲ τῆς ψυχῆς ἐραστὰς ἐγκρίνειν y elegir a los enamorados del alma Plu.2.11f, παῖδας ἀκάκους ἐγκρινεῖ θεός Dios admitirá a los niños inocentes Clem.Al.Protr.10.108, ref. a creencias, relatos τοὺς δ' ἐγκριθέντας (μύθους) πείσομεν τὰς ... μητέρας λέγειν τοῖς παισίν permitiremos que las madres cuenten a los niños los (mitos) aceptados Pl.R.377c, ἐγκρίνει τὴν παλιγγενεσίαν acepta (Píndaro) la palingenesia Sch.Pi.O.2.104, ref. a una grafía ἐγκρίνει τὴν διὰ τοῦ κ γραφήν Hdn.Gr.2.397
•de obras literarias aceptar, considerar auténtico τὴν δ' ἀποκάλυψιν ... τινὲς μὲν ἐγκρίνουσιν, op. νόθον λέγουσιν Amph.Seleuc.317
•en v. pas. ser elegido, admitido c. εἰς y ac. ὁπότερος δ' ἂν δόξῃ διαχειροτονούμενος, εἰς τὴν αἵρεσιν ἐγκρινέσθω y que aquél de los dos que haya sido elegido por votación sea admitido a la elección Pl.Lg.755d, ἐπειδάν τις εἰς τὴν ... γερουσίαν ἐγκριθῇ cuando uno es elegido para el senado D.20.107, ὅτε ἐξ ἐφήβων εἰς τοὺς ἱερωμένους ἐνεκρίνετο Hld.3.14.4, οὐκ ἐγκριθεὶς εἰς τοὺς τριακοσίους Plu.Lyc.25, ἵνα γὰρ ἐγκριθῶμεν εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν Meth.Res.2.4.6, εἰς τὸν τῶν μαθητῶν ἐγκρινόμενον χόρον de los apóstoles, Chrys.M.57.363, en v. pas. c. ac. de la prueba ὅπως ἂν ... ἐγκριθείη τὸ στάδιον ἐν Ὀλυμπίᾳ para que fuera admitido a la prueba del estadio en Olimpia X.HG 4.1.40, abs. ἔφηβοι οἵδε ἐνεκρίθησαν fueron admitidos los siguientes efebos, IG 7.29 (Mégara III/II a.C.), cf. SEG 43.555 (Cos I a./d.C.), ἐγκρίνεσθαι πᾶσιν ἀγαθόν ser admitido a una competición es bueno para cualquiera Artem.1.59, οἱ ἐγκεκριμένοι los admitidos en el censo de los ciudadanos IPrusias 17.13, 20 (II/III d.C.), ὁ δὲ πραγματικὸς τρόπος ἐνεκρίθη se ha preferido el componente político de la historia, Plb.9.2.4, ἀριθμὸς ἐγκρίνεται Ael.Tact.8.3
•part. pas. subst. ὁ ἐγκρινόμενος el elegido n. de una estatua de Alcámenes, por ser un atleta seleccionado o por lo perfecto de la escultura, Plin.HN 34.72, en plu. de los discípulos de Pitágoras, Iambl.VP 80, del canon de oradores ῥήτωρ, τῶν μετὰ Δημοσθένους ἐγκριθέντων εἷς Sud.s.u. Δείναρχος.
4 en v. pas., c. dat. o εἰς y ac. penetrar en, mezclarse con ἐνικρινθῆναι ὁμίλῳ A.R.l.c., γίνονται δὲ διάφοροι ... σωμάτων εἰς ἃ ἐνεκρίθησαν παραλλαγαῖς son diferentes (las almas) según las variaciones de los cuerpos en los que han sido infundidas Plot.4.3.15.
II medic. elegir, seleccionar un tratamiento συμφέρει ... κατάντλησιν ἐγκρίνειν Heliod. en Orib.46.8.7, μοχλείαν Heliod. en Orib.49.17.1, en v. pas., gener. en imperat. ἐπίδεσις ἐγκρινέσθω ἡ οἰκεία seleccionese el vendaje adecuado Orib.46.8.4, ἐγκρινέσθω ἡ ... δεδηλωμένη θεραπεία Heliod. en Orib.46.9.5.
German (Pape)
[Seite 710] (s. κρίνω), darein wählen, durch die Wahl in eine Gattung aufnehmen, zulassen unter, ἐπιλήσμονα ψυχὴν ἐν ταῖς ἱκανῶς φιλοσόφοις μήποτε ἐγκρίνωμεν Plat. Rep. VI, 486 d; εἰς τὴν αἵρεσιν ἐγκρινέσθω Legg. VI, 755 d; εἰς ἀριθμόν τινα ἐγκριτέον Rep. VII, 537 a, zu der Zahl rechnen, dazuzählen; ἐάν τις εἰς τὴν γερουσίαν ἐγκριθῇ Dem. Lept. 107, bei den Spartanern das eigentliche Wort dafür; ἄνδρα ἄριστον, für den Besten gelten lassen, Eur. Herc. Fur. 183; Xen. πάντ' ἐποίησαν ὅπως ἂν δι' ἐκεῖνον ἐγκριθείη τὸ στάδιον, zum Stadium zugelassen zu werden, Hell. 4, 1, 40; übh. = billigen, Pol. 9, 2, 4. Bei Sp., wie Phot., Suid. = für mustergültig (einen Schriftsteller) erklären. – Pass., ἐγκριθῆναι ὁμίλῳ, sich unter den Haufen mischen, Ap. Rh. 1, 48. 227.
French (Bailly abrégé)
admettre après examen, décider d'admettre parmi : εἰς τὸ στάδιον XÉN dans le stade ; abs. accepter après examen ou accepter après réflexion, approuver.
Étymologie: ἐν, κρίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκρίνω: (ῑ) (fut. ἐγκρῐνῶ)
1 выбирать, избирать (ἐγκριθῆναι εἰς τὴν γερουσίαν Dem. и εἰς τοὺς τριακοσίους Plut.);
2 считать, признавать (τινὰ ἄνδρ᾽ ἄριστον Eur.);
3 считать годным, допускать (τινὰ εἰς τὴν αἵρεσιν Plat.): ἐγκριθῆναι τὸ στάδιον ἐν Ὀλυμπίᾳ Xen. быть допущенным к участию в Олимпийских состязаниях;
4 относить, причислять (τινὰ εἰς ἀριθμόν τινα и τινὰ ἐν τοῖς ἱκανῶς φιλοσόφοις Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκρίνω: ῑ: μέλλ. -κρῐνῶ: ― λογίζω ἐν, κρίνω ἢ θεωρῶ ὡς, τίν’ ἄνδρ’ ἄριστον ἐγκρίναιεν ἄν; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 183: ― παραδέχομαι, ἐγκρίνω ὡς ἐκλεχθέντα ἢ ὡς ἐκλεκτόν, εἰς τὴν αἵρεσιν Πλάτ. Νόμ. 755D· εἰς τὴν γερουσίαν Δημ. 489. 19· εἰς τὸ στάδιον Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 40. 2) παραδέχομαι, ἀποδέχομαι, ἐγκρίνω, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀποκρίνω, Πλάτ. Νόμ. 936Α· ἐν τοῖς φιλοσόφοις ὁ αὐτ. Πολ. 486D, πρβλ. Νόμ. 952Α, κ. ἀλλ., καὶ ἴδε ἐγκριτέον: ― θεωρῶ ὡς γνήσιον, παραδέχομαι, ἐγκρίνω, π.χ. συγγραφέα ὡς δόκιμον, Σουΐδ.
English (Strong)
from ἐν and κρίνω; to judge in, i.e. count among: make of the number.
English (Thayer)
(T WH ἐνκρίνω, see ἐν, III:3): (1st aorist ἐνεκρινα); to reckon among, judge among: τινα τίνι, to judge one worthy of being admitted to a certain class (A. V. to number with), Xenophon, and Plato down.)
Greek Monolingual
(Α ἐγκρίνω)
1. ύστερα από κρίση ή εξέταση παραδέχομαι κάτι ως σωστό, επιδοκιμάζω («ἐροῦ τιν' ἄνδρα ἄριστον ἐγκρίνειαν ἄν ἤ οὐ παῖδα τὸν ἐμόν», Ευρ., Ηλέκτρα)
2. επικροτώ, χαρακτηρίζω ως καλό («τοὺς δὲ τῆς ψυχῆς ἐραστὰς ἐγκρίνειν κατὰ τὸ σύνολον», Πλούτ. Ηθ.)
νεοελλ.
κάνω κάτι έγκυρο, αποφασίζω θετικά, επικυρώνω («ο υπουργός ενέκρινε τις δαπάνες», «τα εγκεκριμένα διδακτικά βιβλία»)
αρχ.
(για πρόσ.) εκλέγω, αποδέχομαι.
Greek Monotonic
ἐγκρίνω: [ῑ], μέλ. -κρῐνῶ,
I. συνυπολογίζω ή υπολογίζω ανάμεσα, σε Ευρ.
II. παραδέχομαι, εγκρίνω τον εκλεγμένο, εἰς τὴν γερουσίαν, σε Δημ.· γενικά, παραδέχομαι, αποδέχομαι, επιδοκιμάζω, σε Πλάτ.
Middle Liddell
fut. -κρῐνῶ
I. to reckon in or among Eur.
II. to admit as elected, εἰς τὴν γερουσίαν Dem.: generally, to admit, accept, Plat.
Chinese
原文音譯:™gkr⋯nw 恩格-克里挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在內-審判
字義溯源:算在-其中,同列,同等級;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(κρίνω)*=辨別)組成
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 同列(1) 林後10:12