ἐπιλήψιμος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιλήψιμος''': -ον, ἀξιόμεμπτος, [[ἐπιλήψιμος]] ὡς καὶ νῦν, ἀντίθ. τῷ [[ἀνεπίληπτος]], Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 22, κτλ.
|lstext='''ἐπιλήψιμος''': -ον, ἀξιόμεμπτος, [[ἐπιλήψιμος]] ὡς καὶ νῦν, ἀντίθ. τῷ [[ἀνεπίληπτος]], Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 22, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />repréhensible.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίληψις]].
}}
}}