ἐπιλήψιμος
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
ἐπιλήψιμον,
A reprehensible, Luc.Rh.Pr.22, Philostr.VA4.42, Max.Tyr.24.6, Hermog. Inv.4.13.
II. liable to seizure, Polem.Call.34.
German (Pape)
[Seite 958] den man fassen, bes. tadeln Kann, Luc. rhet. praec. 22 Navig. 41 u. a. Sp. – In B. A. 255 wird erkl. ἐπιληπτόν, τὸν ἐπιλήψιμον τῷ τῆς σελήνης πάθει.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
repréhensible.
Étymologie: ἐπίληψις.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιλήψιμος: достойный порицания Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλήψιμος: -ον, ἀξιόμεμπτος, ἐπιλήψιμος ὡς καὶ νῦν, ἀντίθ. τῷ ἀνεπίληπτος, Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 22, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπιλήψιμος, -ον) επίληψις
αυτός που δίνει αφορμή να κατηγορηθεί («επιλήψιμη διαγωγή»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επιλήψιμο
επίμεπτη συμπεριφορά
αρχ.
αυτός που μπορεί να πιαστεί.