Anonymous

ἐπιλήψιμος: Difference between revisions

From LSJ
13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />repréhensible.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίληψις]].
|btext=ος, ον :<br />repréhensible.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίληψις]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπιλήψιμος]], -ον) [[επίληψις]]<br />αυτός που δίνει [[αφορμή]] να κατηγορηθεί («επιλήψιμη [[διαγωγή]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επιλήψιμο</i><br />επίμεπτη [[συμπεριφορά]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να πιαστεί.
}}
}}