θορυβέω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θορῠβέω''': μέλλ. ήσω, ([[θόρυβος]]) [[κάμνω]] θόρυβον, ταραχήν, ἐπὶ μεγάλου πλήθους, Ἱππ. Ἐπιστ. 1275, Ἀριστοφ. Ἱππ. 666, Σφ. 622, κτλ.· βλέπων εἰς τὸν ἀεὶ θορυβοῦντα τόπον τῆς ἐκκλησίας Δημ. 577. 10. 2) ὡς τὸ Λατ. acclamare, βοῶ, φωνάζω, [[εἴτε]] ἐπιδοκιμαστικῶς, [[εἴτε]] [[τοὐναντίον]]: α) θαρρύνω, ἐπικροτῶ, Ἰσοκρ. 288C, Πλάτ. Εὐθυδ. 303Β. - Παθ., [[λόγος]] [[τεθορυβημένος]], [[μεγάλως]] ἐπικροτηθείς, Ἰσοκρ. 281C, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 10. β) συχνότερον, [[ἐγείρω]] θόρυβον [[ἐναντίον]] τινός, [[μετὰ]] δοτ., Πλάτ. Ἀπολ. 17D, 20Ε, Δημ. 60. 27· [[ὡσαύτως]], θ. ἐφ’ οἷς ἂν [[λέγω]] Πλάτ. Ἀπολ. 30C· θ. [[πρός]] τινα Θουκ. 6. 61· ἀντίθετον τῷ [[θέλω]] ἀκούειν, Ἀνδοκ. 30. 2· ἀπολ., Πλάτ. Πρωτ. 319C· [[οὕτως]] ἐν τῷ Παθητ., θορυβοῦμαι ὑπό τινος, ὑπὸ τοιούτων ἀνδρῶν θορυβεῖ Σοφ. Αἴ. 164, πρβλ. Θουκ. 8. 50. ΙΙ. μεταβ., [[συγχέω]] διὰ θορύβου ἢ ταραχῆς, διαταράττω, ἐνοχλῶ, Πλάτ. Φαίδρ. 245Β, κ. ἀλλ.· [[φέρω]] εἰς ταραχὴν στρατὸν ἐν καιρῷ μάχης, Θουκ. 3. 78. - Παθητ., ταράττομαι, ἐνοχλοῦμαι, θορυβοῦμαι, Ἡρόδ. 3. 78., 4. 130. Θουκ. 4. 129, Πλάτ., κλ.· ὑπό τινος Σοφ. Αἴ. 164· ὑπὸ τῶν λεγομένων Πλάτ. Λύσ. 210Ε· τινι, διά τι [[πρᾶγμα]], Δημ. 237. 6· ἐπί τινι Βάτων ἐν Ἀδήλ. 1. 2· [[περί]] τι Θουκ. 6. 61· [[πρός]] τι Πλούτ. Καμ. 29.
|lstext='''θορῠβέω''': μέλλ. ήσω, ([[θόρυβος]]) [[κάμνω]] θόρυβον, ταραχήν, ἐπὶ μεγάλου πλήθους, Ἱππ. Ἐπιστ. 1275, Ἀριστοφ. Ἱππ. 666, Σφ. 622, κτλ.· βλέπων εἰς τὸν ἀεὶ θορυβοῦντα τόπον τῆς ἐκκλησίας Δημ. 577. 10. 2) ὡς τὸ Λατ. acclamare, βοῶ, φωνάζω, [[εἴτε]] ἐπιδοκιμαστικῶς, [[εἴτε]] [[τοὐναντίον]]: α) θαρρύνω, ἐπικροτῶ, Ἰσοκρ. 288C, Πλάτ. Εὐθυδ. 303Β. - Παθ., [[λόγος]] [[τεθορυβημένος]], [[μεγάλως]] ἐπικροτηθείς, Ἰσοκρ. 281C, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 10. β) συχνότερον, [[ἐγείρω]] θόρυβον [[ἐναντίον]] τινός, [[μετὰ]] δοτ., Πλάτ. Ἀπολ. 17D, 20Ε, Δημ. 60. 27· [[ὡσαύτως]], θ. ἐφ’ οἷς ἂν [[λέγω]] Πλάτ. Ἀπολ. 30C· θ. [[πρός]] τινα Θουκ. 6. 61· ἀντίθετον τῷ [[θέλω]] ἀκούειν, Ἀνδοκ. 30. 2· ἀπολ., Πλάτ. Πρωτ. 319C· [[οὕτως]] ἐν τῷ Παθητ., θορυβοῦμαι ὑπό τινος, ὑπὸ τοιούτων ἀνδρῶν θορυβεῖ Σοφ. Αἴ. 164, πρβλ. Θουκ. 8. 50. ΙΙ. μεταβ., [[συγχέω]] διὰ θορύβου ἢ ταραχῆς, διαταράττω, ἐνοχλῶ, Πλάτ. Φαίδρ. 245Β, κ. ἀλλ.· [[φέρω]] εἰς ταραχὴν στρατὸν ἐν καιρῷ μάχης, Θουκ. 3. 78. - Παθητ., ταράττομαι, ἐνοχλοῦμαι, θορυβοῦμαι, Ἡρόδ. 3. 78., 4. 130. Θουκ. 4. 129, Πλάτ., κλ.· ὑπό τινος Σοφ. Αἴ. 164· ὑπὸ τῶν λεγομένων Πλάτ. Λύσ. 210Ε· τινι, διά τι [[πρᾶγμα]], Δημ. 237. 6· ἐπί τινι Βάτων ἐν Ἀδήλ. 1. 2· [[περί]] τι Θουκ. 6. 61· [[πρός]] τι Πλούτ. Καμ. 29.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> faire du bruit, du tumulte;<br /><b>2</b> <i>particul. dans une assemblée</i> témoigner son mécontentement <i>ou</i> sa joie par de bruyantes démonstrations, applaudir : τεθορυβημένος [[λόγος]] ISOCR discours accueilli par de bruyantes acclamations ; <i>ou au contr.</i> pousser des clameurs hostiles contre, τινι <i>ou</i> [[πρός]] τινα ; [[ἐπί]] τινι au sujet de qch;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> troubler, causer du trouble, faire perdre la tête : τινα à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[θόρυβος]].
}}
}}