3,273,802
edits
(13_7_2) |
(6_13b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1215.png Seite 1215]] Geräusch machen, lärmen, bes. von dem verworrenen Lärmen großer Menschenmassen; Ar. Equ. 664; οἱ οἰκέται τῶν Μήδων, ἅτε τῶν δεσποτῶν ἀπεληλυθότων, [[ἀνειμένως]] καὶ ἔπιον καὶ ἐθορὺβουν Xen. Cyr. 4, 5, 8; Ar. Vesp. 622 ἢν [[γοῦν]] [[ἡμεῖς]] θορυβήσωμεν, πᾶς [[τίς]] φησι τῶν παριόντων, οἷον βροντᾷ τὸ [[δικαστήριον]]; bes. seinen Unwillen durch Murren u. Geschrei zu erkennen geben, καταγελῶσι καὶ θορυβοῦσι Plat. Prot. 319 c, μὴ θορυβεῖτε Apol. 21 a, ἐφ' οἷς ἂν [[λέγω]] 30 c; öfter bei den Rednern; [[πρός]] τινα, Thuc. 6, 61; selten Aeußerung des Beifalls, ταῦτ' εἰπόντος [[αὐτοῦ]] οὐκ ἐθορύβησαν, ὃ ποιεῖν εἰώθασι πᾶσι τοῖς [[χαριέντως]] διειλεγμένοις Isocr. 12, 264; ib. 233 ὁ [[λόγος]] ἐπῃνημένος καὶ τεθορυβημένος, mit Beifall aufgenommen; Plat. Euthyd. 303 b ἐθορύβησαν καὶ ἥσθησαν. Durch Lärmen stören, übh. in Unordnung bringen, verwirren, außer Fassung bringen, ὑπὸ τοιούτων ἀνδρῶν θορυβεῖ Soph. Ai. 164, im pass., wie Her. 4, 130; eine Schlachtordnung, Thuc. 3, 78; οἱ θορυβούμενοι, im Ggstz zu den εὐτάκτως καὶ σιωπῇ ἰόντες, Xen. Cyr. 5, 3, 55; [[ὄχλος]] θορυβούμενος Matth. 9, 23; [[μηδέ]] τις [[λόγος]] ἡμᾶς θορυβείτω Plat. Phaedr. 245 b; ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον ὑπὸ τῶν λεγομένων Lys. 210 e; ἐκπεπληγμένοι καὶ τεθορυβημένοι [[ἦσαν]] Charm. 154 c; μηδὲν τὸ [[παράπαν]] δεδιότα μηδὲ θορυβούμενον στρατηγόν Legg. I, 640 b; Sp., θορυβηθεὶς πρὸς [[ταῦτα]] Plut. Camill. 29. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1215.png Seite 1215]] Geräusch machen, lärmen, bes. von dem verworrenen Lärmen großer Menschenmassen; Ar. Equ. 664; οἱ οἰκέται τῶν Μήδων, ἅτε τῶν δεσποτῶν ἀπεληλυθότων, [[ἀνειμένως]] καὶ ἔπιον καὶ ἐθορὺβουν Xen. Cyr. 4, 5, 8; Ar. Vesp. 622 ἢν [[γοῦν]] [[ἡμεῖς]] θορυβήσωμεν, πᾶς [[τίς]] φησι τῶν παριόντων, οἷον βροντᾷ τὸ [[δικαστήριον]]; bes. seinen Unwillen durch Murren u. Geschrei zu erkennen geben, καταγελῶσι καὶ θορυβοῦσι Plat. Prot. 319 c, μὴ θορυβεῖτε Apol. 21 a, ἐφ' οἷς ἂν [[λέγω]] 30 c; öfter bei den Rednern; [[πρός]] τινα, Thuc. 6, 61; selten Aeußerung des Beifalls, ταῦτ' εἰπόντος [[αὐτοῦ]] οὐκ ἐθορύβησαν, ὃ ποιεῖν εἰώθασι πᾶσι τοῖς [[χαριέντως]] διειλεγμένοις Isocr. 12, 264; ib. 233 ὁ [[λόγος]] ἐπῃνημένος καὶ τεθορυβημένος, mit Beifall aufgenommen; Plat. Euthyd. 303 b ἐθορύβησαν καὶ ἥσθησαν. Durch Lärmen stören, übh. in Unordnung bringen, verwirren, außer Fassung bringen, ὑπὸ τοιούτων ἀνδρῶν θορυβεῖ Soph. Ai. 164, im pass., wie Her. 4, 130; eine Schlachtordnung, Thuc. 3, 78; οἱ θορυβούμενοι, im Ggstz zu den εὐτάκτως καὶ σιωπῇ ἰόντες, Xen. Cyr. 5, 3, 55; [[ὄχλος]] θορυβούμενος Matth. 9, 23; [[μηδέ]] τις [[λόγος]] ἡμᾶς θορυβείτω Plat. Phaedr. 245 b; ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον ὑπὸ τῶν λεγομένων Lys. 210 e; ἐκπεπληγμένοι καὶ τεθορυβημένοι [[ἦσαν]] Charm. 154 c; μηδὲν τὸ [[παράπαν]] δεδιότα μηδὲ θορυβούμενον στρατηγόν Legg. I, 640 b; Sp., θορυβηθεὶς πρὸς [[ταῦτα]] Plut. Camill. 29. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''θορῠβέω''': μέλλ. ήσω, ([[θόρυβος]]) [[κάμνω]] θόρυβον, ταραχήν, ἐπὶ μεγάλου πλήθους, Ἱππ. Ἐπιστ. 1275, Ἀριστοφ. Ἱππ. 666, Σφ. 622, κτλ.· βλέπων εἰς τὸν ἀεὶ θορυβοῦντα τόπον τῆς ἐκκλησίας Δημ. 577. 10. 2) ὡς τὸ Λατ. acclamare, βοῶ, φωνάζω, [[εἴτε]] ἐπιδοκιμαστικῶς, [[εἴτε]] [[τοὐναντίον]]: α) θαρρύνω, ἐπικροτῶ, Ἰσοκρ. 288C, Πλάτ. Εὐθυδ. 303Β. - Παθ., [[λόγος]] [[τεθορυβημένος]], [[μεγάλως]] ἐπικροτηθείς, Ἰσοκρ. 281C, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 10. β) συχνότερον, [[ἐγείρω]] θόρυβον [[ἐναντίον]] τινός, [[μετὰ]] δοτ., Πλάτ. Ἀπολ. 17D, 20Ε, Δημ. 60. 27· [[ὡσαύτως]], θ. ἐφ’ οἷς ἂν [[λέγω]] Πλάτ. Ἀπολ. 30C· θ. [[πρός]] τινα Θουκ. 6. 61· ἀντίθετον τῷ [[θέλω]] ἀκούειν, Ἀνδοκ. 30. 2· ἀπολ., Πλάτ. Πρωτ. 319C· [[οὕτως]] ἐν τῷ Παθητ., θορυβοῦμαι ὑπό τινος, ὑπὸ τοιούτων ἀνδρῶν θορυβεῖ Σοφ. Αἴ. 164, πρβλ. Θουκ. 8. 50. ΙΙ. μεταβ., [[συγχέω]] διὰ θορύβου ἢ ταραχῆς, διαταράττω, ἐνοχλῶ, Πλάτ. Φαίδρ. 245Β, κ. ἀλλ.· [[φέρω]] εἰς ταραχὴν στρατὸν ἐν καιρῷ μάχης, Θουκ. 3. 78. - Παθητ., ταράττομαι, ἐνοχλοῦμαι, θορυβοῦμαι, Ἡρόδ. 3. 78., 4. 130. Θουκ. 4. 129, Πλάτ., κλ.· ὑπό τινος Σοφ. Αἴ. 164· ὑπὸ τῶν λεγομένων Πλάτ. Λύσ. 210Ε· τινι, διά τι [[πρᾶγμα]], Δημ. 237. 6· ἐπί τινι Βάτων ἐν Ἀδήλ. 1. 2· [[περί]] τι Θουκ. 6. 61· [[πρός]] τι Πλούτ. Καμ. 29. | |||
}} | }} |