θέλγω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θέλγω''': Ἰων. παρατ. θέλγεσκε Ὀδ. Γ. 264˙ μέλλ. θέλξω Π. 298, Αἰσχύλ. Δωρ. -ξῶ Θεόκρ. Ἐπ. 5. 3˙ ἀόρ. ἔθελξα Ἰλ., κλ. - Παθ., μέλλ. θελχθήσομαι Λουκ. Ὀρχ. 85˙ ἀόρ. ἐθέλχθην Ὀδ. Κ. 326, Ἐπ. γ΄ πληθ. -χθεν Σ. 211. Ποιητ. [[ῥῆμα]] (ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. Συμπ. 197E, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς), [[κυρίως]], [[θωπεύω]] ἢ καταψῶ διὰ μαγικῆς δυνάμεως, Λατ. mulcere, καὶ [[ἑπομένως]] [[μαγεύω]], «δένω», ἰδίως πρὸς ὄλεθρόν τινος˙ ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, [[ὅστις]] διὰ τῆς μαγικῆς αὑτοῦ ῥάβδου ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει, Ὀδ. Ε. 47., Ω. 3, Ἰλ. Ω. 343˙ ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, θέλξας [[ὄσσε]] φαεινὰ Ν. 435˙ ἐπὶ τῆς μαγίσσης Κίρκης, οὐδ’ ὣς θέλξαι σε δυνήσεται Ὀδ. Κ. 291, 318, 326˙ ἐπὶ τῶν Σειρήνων, αἳ ῥά τε πάντας ἀνθρώπους θέλγουσιν, ὅ τέ σφεας εἰσαφίκηται Μ. 40˙ ἐπὶ ἀνέμου πεμπομένου ὑπὸ τοῦ [[Διός]], [[ὅστις]] πνέει κατὰ [[πρόσωπον]] τῶν Ἑλλήνων, θέλγε νόον, ἀπεπλάνα τὸν νοῦν αὐτῶν, Ἰλ. Μ. 255˙ ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος σείοντος τὴν αἰγίδα αὑτοῦ κατὰ τῶν Ἑλλήνων, τοῖσι δὲ θυμὸν ἐν στήθεσσιν ἔθελξε, παρέλυσε τὴν ἀνδρείαν αὐτῶν, Ο. 322, πρβλ. 594˙ ἐπὶ ἀοιδοῦ, Ὀδ. Ρ. 521. 2) ἀπατῶ, ἐξαπατῶ, πλανῶ, «ξεγελῶ», Π. 195, 298, Σοφ. Τρ. 710˙ [[συχνάκις]] [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, [[μήτε]] τί μοι ψεύδεσσι χαρίζεο, [[μήτε]] τι θέλγε Ὀδ. Ξ. 387˙ θέλγεσκ’ ἐπέεσσι Γ. 264˙ μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισι Α. 57, Σ. 282˙ ψεύδεσσι, δόλῳ Ἰλ. Φ. 276, 604. - Παθ., ἔρῳ δ’ ἄρα θυμὸν ἔθελχθεν, διὰ τῶν δελεασμάτων τοῦ ἔρωτος ἐγοητεύθησαν, ἐπαγιδεύθησαν, Ὀδ. Σ. 212. ΙΙ. παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] ποιηταῖς καὶ συγγραφεῦσιν ἡ αὐτὴ [[σημασία]] διαμένει, οἱ ἐλπὶς ἔθελγε νόον Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 37, πρβλ. Πίνδ. Π. 1. 21˙ καί μ’ [[οὔτι]] μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσι θέλξει Αἰσχύλ. Πρ. 173, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 197E˙ σὺ δὲ θέλγοις ἂν θ. ἄθελκτον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1056˙ θέλγει [[ἔρως]], [[ὕπνος]] Εὐρ. Ἱππ. 1274, Ι. Α. 142˙ ᾠδῆς …, ἣν ᾄδει θέλγων... [[νόημα]] Πλάτ. Συμπ. 197E. - Παθ., τὰ δ’ [[οὔτι]] θέλγεται Αἰσχύλ. Χο. 420˙ Μούσαισιν... τὴν φρένα θελγομένη ([[ὅπερ]] δύναται νὰ εἶνε Μέσ.) Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 674. 8. 2) μετ’ ἀπαρ., [[ἵμερος]] θέλξει τὸ μὴ κτεῖναι, θὰ καταπείσῃ αὐτὴν νὰ μὴ φονεύσῃ, Αἰσχύλ. Πρ. 865˙ [[ἔρως]] δέ νιν... θέλξειεν αἰχμάσαι τάδε Σοφ. Τρ. 355˙ καὶ ἕπεσθαι θέλγει Αἰλ. π. Ζ. 10. 14. 3) [[παράγω]], προξενῶ διὰ μαγικῶν μέσων, ἀοιδαὶ θέλξαν νιν (ἐνν. εὐφροσύναν) Πίνδ. Ν. 4. 5˙ [[γαλήνη]] θ. ἀνηνεμίην Ἀνθ. Π. 9. 544, Ἡσύχ.
|lstext='''θέλγω''': Ἰων. παρατ. θέλγεσκε Ὀδ. Γ. 264˙ μέλλ. θέλξω Π. 298, Αἰσχύλ. Δωρ. -ξῶ Θεόκρ. Ἐπ. 5. 3˙ ἀόρ. ἔθελξα Ἰλ., κλ. - Παθ., μέλλ. θελχθήσομαι Λουκ. Ὀρχ. 85˙ ἀόρ. ἐθέλχθην Ὀδ. Κ. 326, Ἐπ. γ΄ πληθ. -χθεν Σ. 211. Ποιητ. [[ῥῆμα]] (ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. Συμπ. 197E, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς), [[κυρίως]], [[θωπεύω]] ἢ καταψῶ διὰ μαγικῆς δυνάμεως, Λατ. mulcere, καὶ [[ἑπομένως]] [[μαγεύω]], «δένω», ἰδίως πρὸς ὄλεθρόν τινος˙ ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, [[ὅστις]] διὰ τῆς μαγικῆς αὑτοῦ ῥάβδου ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει, Ὀδ. Ε. 47., Ω. 3, Ἰλ. Ω. 343˙ ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, θέλξας [[ὄσσε]] φαεινὰ Ν. 435˙ ἐπὶ τῆς μαγίσσης Κίρκης, οὐδ’ ὣς θέλξαι σε δυνήσεται Ὀδ. Κ. 291, 318, 326˙ ἐπὶ τῶν Σειρήνων, αἳ ῥά τε πάντας ἀνθρώπους θέλγουσιν, ὅ τέ σφεας εἰσαφίκηται Μ. 40˙ ἐπὶ ἀνέμου πεμπομένου ὑπὸ τοῦ [[Διός]], [[ὅστις]] πνέει κατὰ [[πρόσωπον]] τῶν Ἑλλήνων, θέλγε νόον, ἀπεπλάνα τὸν νοῦν αὐτῶν, Ἰλ. Μ. 255˙ ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος σείοντος τὴν αἰγίδα αὑτοῦ κατὰ τῶν Ἑλλήνων, τοῖσι δὲ θυμὸν ἐν στήθεσσιν ἔθελξε, παρέλυσε τὴν ἀνδρείαν αὐτῶν, Ο. 322, πρβλ. 594˙ ἐπὶ ἀοιδοῦ, Ὀδ. Ρ. 521. 2) ἀπατῶ, ἐξαπατῶ, πλανῶ, «ξεγελῶ», Π. 195, 298, Σοφ. Τρ. 710˙ [[συχνάκις]] [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, [[μήτε]] τί μοι ψεύδεσσι χαρίζεο, [[μήτε]] τι θέλγε Ὀδ. Ξ. 387˙ θέλγεσκ’ ἐπέεσσι Γ. 264˙ μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισι Α. 57, Σ. 282˙ ψεύδεσσι, δόλῳ Ἰλ. Φ. 276, 604. - Παθ., ἔρῳ δ’ ἄρα θυμὸν ἔθελχθεν, διὰ τῶν δελεασμάτων τοῦ ἔρωτος ἐγοητεύθησαν, ἐπαγιδεύθησαν, Ὀδ. Σ. 212. ΙΙ. παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] ποιηταῖς καὶ συγγραφεῦσιν ἡ αὐτὴ [[σημασία]] διαμένει, οἱ ἐλπὶς ἔθελγε νόον Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 37, πρβλ. Πίνδ. Π. 1. 21˙ καί μ’ [[οὔτι]] μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσι θέλξει Αἰσχύλ. Πρ. 173, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 197E˙ σὺ δὲ θέλγοις ἂν θ. ἄθελκτον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1056˙ θέλγει [[ἔρως]], [[ὕπνος]] Εὐρ. Ἱππ. 1274, Ι. Α. 142˙ ᾠδῆς …, ἣν ᾄδει θέλγων... [[νόημα]] Πλάτ. Συμπ. 197E. - Παθ., τὰ δ’ [[οὔτι]] θέλγεται Αἰσχύλ. Χο. 420˙ Μούσαισιν... τὴν φρένα θελγομένη ([[ὅπερ]] δύναται νὰ εἶνε Μέσ.) Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 674. 8. 2) μετ’ ἀπαρ., [[ἵμερος]] θέλξει τὸ μὴ κτεῖναι, θὰ καταπείσῃ αὐτὴν νὰ μὴ φονεύσῃ, Αἰσχύλ. Πρ. 865˙ [[ἔρως]] δέ νιν... θέλξειεν αἰχμάσαι τάδε Σοφ. Τρ. 355˙ καὶ ἕπεσθαι θέλγει Αἰλ. π. Ζ. 10. 14. 3) [[παράγω]], προξενῶ διὰ μαγικῶν μέσων, ἀοιδαὶ θέλξαν νιν (ἐνν. εὐφροσύναν) Πίνδ. Ν. 4. 5˙ [[γαλήνη]] θ. ἀνηνεμίην Ἀνθ. Π. 9. 544, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> θέλξω, <i>ao.</i> ἔθελξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> θελχθήσομαι, <i>ao.</i> ἐθέλχθην, <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> charmer par des enchantements magiques;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i><br /><b>1</b> <i>en mauv. part</i> fasciner, séduire, tromper : τινά τινι qqn au moyen de qch ; avec un inf., séduire qqn et le pousser à faire qch;<br /><b>2</b> <i>en b. part</i> calmer, adoucir, apaiser, charmer, acc..<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
}}