3,258,463
edits
(13_7_2) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1192.png Seite 1192]] bezaubern, durch Zaubermittel, bes. Zaubertränke od. Zauberlieder überwältigen, betäuben, einschläfern, beschwichtigen, auch täuschen, blenden, bethören, bes. im schlimmen Sinne, ἐπὶ τῆς μετὰ βλάβης ἀπάτης Schol. Ap. Rh. 1, 27; Ἀχαιῶν ἔθελγε νόον, Τρωσὶν δὲ καὶ Ἕκτορι [[κῦδος]] ὄπαζε Il. 12, 254; τοῖσι δὲ θυμὸν ἐν στήθεσσιν ἔθελξε, λάθοντο δὲ θούριδος ἀλκῆς 15, 321; θέλξας [[ὄσσε]] φαεινά, πέδησε δὲ φαίδιμα γυῖα 13, 435; von der zaubernden Kirke, Od. 10, 291. 318. 326; von den Zaubergesängen der Sirenen, 12, 40; θέλγε δὲ θυμὸν μειλιχίοις ἐπέεσσι 18, 281, wie 3, 264; verlocken, verführen, μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισι, 1, 57. 18, 282; ψεύδεσσι, δόλῳ, Il. 21, 276. 604; ἔρῳ δ' ἄρα θυμὸν ἔθελχθεν, sie wurden vom Liebeszauber umstrickt, Od. 18, 212; vom Hermes, der mit seinem Zauberstabe ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει, durch süßen Schlaf die Augen der Menschen befängt od. verdunkelt, auch sie in Todesschlaf verstrickt, 5, 47. 24, 3 Il. 24, 343; überlisten, betrügen, verblenden, 16, 298, durch Schmeichelei fangen, Od. 14, 387, durch den Reiz einer Erzählung fesseln, 17, 521. So von der Zauberkraft des Gesanges, ἀοιδαὶ θέλξαν νιν Pind. N. 4, 3; κῆλα θέλγει φρένας P. 1, 12; [[καί]] μ' [[οὔτι]] μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει Aesch. Prom. 174; πάρεστι σαίνειν, τὰ δ' [[οὔτι]] θέλγεται Ch. 414; ὡς Ἔρως δέ νιν [[μόνος]] θεῶν θέλξειεν αἰχμάσαι τάδε Soph. Trach. 354, vgl. 707; θέλγει Ἔρως Eur. Hipp. 1274; θέλγει ὄμματος ἕδραν [[ὕπνος]] Rhes. 554; [[οὔτε]] [[τότε]] λόγοις ἐθέλγεθ' ἥδε Hipp. 303; sp. D. – Auch in Prosa, ἣν ᾄδει θέλγων πάντων θεῶν τε καὶ ἀνθρώπων [[νόημα]] Plat. Conv. 179 e; Sp. einzeln, θέλγουσά τις [[πειθώ]] S. Emp. adv. mus. 7; ἕπεσθαι θέλγει, verlockt zu folgen, Ael. H. A. 10, 14. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1192.png Seite 1192]] bezaubern, durch Zaubermittel, bes. Zaubertränke od. Zauberlieder überwältigen, betäuben, einschläfern, beschwichtigen, auch täuschen, blenden, bethören, bes. im schlimmen Sinne, ἐπὶ τῆς μετὰ βλάβης ἀπάτης Schol. Ap. Rh. 1, 27; Ἀχαιῶν ἔθελγε νόον, Τρωσὶν δὲ καὶ Ἕκτορι [[κῦδος]] ὄπαζε Il. 12, 254; τοῖσι δὲ θυμὸν ἐν στήθεσσιν ἔθελξε, λάθοντο δὲ θούριδος ἀλκῆς 15, 321; θέλξας [[ὄσσε]] φαεινά, πέδησε δὲ φαίδιμα γυῖα 13, 435; von der zaubernden Kirke, Od. 10, 291. 318. 326; von den Zaubergesängen der Sirenen, 12, 40; θέλγε δὲ θυμὸν μειλιχίοις ἐπέεσσι 18, 281, wie 3, 264; verlocken, verführen, μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισι, 1, 57. 18, 282; ψεύδεσσι, δόλῳ, Il. 21, 276. 604; ἔρῳ δ' ἄρα θυμὸν ἔθελχθεν, sie wurden vom Liebeszauber umstrickt, Od. 18, 212; vom Hermes, der mit seinem Zauberstabe ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει, durch süßen Schlaf die Augen der Menschen befängt od. verdunkelt, auch sie in Todesschlaf verstrickt, 5, 47. 24, 3 Il. 24, 343; überlisten, betrügen, verblenden, 16, 298, durch Schmeichelei fangen, Od. 14, 387, durch den Reiz einer Erzählung fesseln, 17, 521. So von der Zauberkraft des Gesanges, ἀοιδαὶ θέλξαν νιν Pind. N. 4, 3; κῆλα θέλγει φρένας P. 1, 12; [[καί]] μ' [[οὔτι]] μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει Aesch. Prom. 174; πάρεστι σαίνειν, τὰ δ' [[οὔτι]] θέλγεται Ch. 414; ὡς Ἔρως δέ νιν [[μόνος]] θεῶν θέλξειεν αἰχμάσαι τάδε Soph. Trach. 354, vgl. 707; θέλγει Ἔρως Eur. Hipp. 1274; θέλγει ὄμματος ἕδραν [[ὕπνος]] Rhes. 554; [[οὔτε]] [[τότε]] λόγοις ἐθέλγεθ' ἥδε Hipp. 303; sp. D. – Auch in Prosa, ἣν ᾄδει θέλγων πάντων θεῶν τε καὶ ἀνθρώπων [[νόημα]] Plat. Conv. 179 e; Sp. einzeln, θέλγουσά τις [[πειθώ]] S. Emp. adv. mus. 7; ἕπεσθαι θέλγει, verlockt zu folgen, Ael. H. A. 10, 14. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''θέλγω''': Ἰων. παρατ. θέλγεσκε Ὀδ. Γ. 264˙ μέλλ. θέλξω Π. 298, Αἰσχύλ. Δωρ. -ξῶ Θεόκρ. Ἐπ. 5. 3˙ ἀόρ. ἔθελξα Ἰλ., κλ. - Παθ., μέλλ. θελχθήσομαι Λουκ. Ὀρχ. 85˙ ἀόρ. ἐθέλχθην Ὀδ. Κ. 326, Ἐπ. γ΄ πληθ. -χθεν Σ. 211. Ποιητ. [[ῥῆμα]] (ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. Συμπ. 197E, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς), [[κυρίως]], [[θωπεύω]] ἢ καταψῶ διὰ μαγικῆς δυνάμεως, Λατ. mulcere, καὶ [[ἑπομένως]] [[μαγεύω]], «δένω», ἰδίως πρὸς ὄλεθρόν τινος˙ ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, [[ὅστις]] διὰ τῆς μαγικῆς αὑτοῦ ῥάβδου ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει, Ὀδ. Ε. 47., Ω. 3, Ἰλ. Ω. 343˙ ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, θέλξας [[ὄσσε]] φαεινὰ Ν. 435˙ ἐπὶ τῆς μαγίσσης Κίρκης, οὐδ’ ὣς θέλξαι σε δυνήσεται Ὀδ. Κ. 291, 318, 326˙ ἐπὶ τῶν Σειρήνων, αἳ ῥά τε πάντας ἀνθρώπους θέλγουσιν, ὅ τέ σφεας εἰσαφίκηται Μ. 40˙ ἐπὶ ἀνέμου πεμπομένου ὑπὸ τοῦ [[Διός]], [[ὅστις]] πνέει κατὰ [[πρόσωπον]] τῶν Ἑλλήνων, θέλγε νόον, ἀπεπλάνα τὸν νοῦν αὐτῶν, Ἰλ. Μ. 255˙ ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος σείοντος τὴν αἰγίδα αὑτοῦ κατὰ τῶν Ἑλλήνων, τοῖσι δὲ θυμὸν ἐν στήθεσσιν ἔθελξε, παρέλυσε τὴν ἀνδρείαν αὐτῶν, Ο. 322, πρβλ. 594˙ ἐπὶ ἀοιδοῦ, Ὀδ. Ρ. 521. 2) ἀπατῶ, ἐξαπατῶ, πλανῶ, «ξεγελῶ», Π. 195, 298, Σοφ. Τρ. 710˙ [[συχνάκις]] [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, [[μήτε]] τί μοι ψεύδεσσι χαρίζεο, [[μήτε]] τι θέλγε Ὀδ. Ξ. 387˙ θέλγεσκ’ ἐπέεσσι Γ. 264˙ μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισι Α. 57, Σ. 282˙ ψεύδεσσι, δόλῳ Ἰλ. Φ. 276, 604. - Παθ., ἔρῳ δ’ ἄρα θυμὸν ἔθελχθεν, διὰ τῶν δελεασμάτων τοῦ ἔρωτος ἐγοητεύθησαν, ἐπαγιδεύθησαν, Ὀδ. Σ. 212. ΙΙ. παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] ποιηταῖς καὶ συγγραφεῦσιν ἡ αὐτὴ [[σημασία]] διαμένει, οἱ ἐλπὶς ἔθελγε νόον Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 37, πρβλ. Πίνδ. Π. 1. 21˙ καί μ’ [[οὔτι]] μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσι θέλξει Αἰσχύλ. Πρ. 173, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 197E˙ σὺ δὲ θέλγοις ἂν θ. ἄθελκτον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1056˙ θέλγει [[ἔρως]], [[ὕπνος]] Εὐρ. Ἱππ. 1274, Ι. Α. 142˙ ᾠδῆς …, ἣν ᾄδει θέλγων... [[νόημα]] Πλάτ. Συμπ. 197E. - Παθ., τὰ δ’ [[οὔτι]] θέλγεται Αἰσχύλ. Χο. 420˙ Μούσαισιν... τὴν φρένα θελγομένη ([[ὅπερ]] δύναται νὰ εἶνε Μέσ.) Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 674. 8. 2) μετ’ ἀπαρ., [[ἵμερος]] θέλξει τὸ μὴ κτεῖναι, θὰ καταπείσῃ αὐτὴν νὰ μὴ φονεύσῃ, Αἰσχύλ. Πρ. 865˙ [[ἔρως]] δέ νιν... θέλξειεν αἰχμάσαι τάδε Σοφ. Τρ. 355˙ καὶ ἕπεσθαι θέλγει Αἰλ. π. Ζ. 10. 14. 3) [[παράγω]], προξενῶ διὰ μαγικῶν μέσων, ἀοιδαὶ θέλξαν νιν (ἐνν. εὐφροσύναν) Πίνδ. Ν. 4. 5˙ [[γαλήνη]] θ. ἀνηνεμίην Ἀνθ. Π. 9. 544, Ἡσύχ. | |||
}} | }} |