3,243,582
edits
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάδεσις''': -εως, ἡ, τὸ στερεῶς δένειν, στερεὸν δέσιμον, Πλούτ. 2. 771Α. ΙΙ. [[δέσις]] διὰ μαγείας, Λατ. defixio, Πλάτ. Νόμ. 933Α· πρβλ. [[κατάδεσμος]]. | |lstext='''κατάδεσις''': -εως, ἡ, τὸ στερεῶς δένειν, στερεὸν δέσιμον, Πλούτ. 2. 771Α. ΙΙ. [[δέσις]] διὰ μαγείας, Λατ. defixio, Πλάτ. Νόμ. 933Α· πρβλ. [[κατάδεσμος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de lier, d’attacher.<br />'''Étymologie:''' [[καταδέω]]¹. | |||
}} | }} |