κατάδεσις
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A binding fast, Plu.2.771a.
II binding by magic knots: hence, spells, enchantments, in plural, Pl.Lg.933a.
German (Pape)
[Seite 1345] ἡ, das An-, Festbinden, der Verband; Plut. amat. 25; neben ἐπῳδαί Plat. Legg. XI, 933 a; vgl. κατάδεσμος.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de lier, d'attacher.
Étymologie: καταδέω¹.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάδεσις -εως, ἡ [καταδέω 1] bezwering.
Russian (Dvoretsky)
κατάδεσις: εως ἡ
1 перевязь, повязка (τῆς κεφαλῆς Plut.);
2 магический узел (один из приемов античной магии) Plat.
Greek (Liddell-Scott)
κατάδεσις: -εως, ἡ, τὸ στερεῶς δένειν, στερεὸν δέσιμον, Πλούτ. 2. 771Α. ΙΙ. δέσις διὰ μαγείας, Λατ. defixio, Πλάτ. Νόμ. 933Α· πρβλ. κατάδεσμος.
Greek Monolingual
κατάδεσις, ἡ (Α) καταδέω (Ι)]
1. στερεό δέσιμο
2. δέσιμο κάποιου με μάγια
3. στον πληθ. οἱ καταδέσεις
μαγείες, μαγγανείες («ἐπῳδαῖς καὶ καταδέσεσι», Πλάτ.).