Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατάδεσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάδεσις''': -εως, ἡ, τὸ στερεῶς δένειν, στερεὸν δέσιμον, Πλούτ. 2. 771Α. ΙΙ. [[δέσις]] διὰ μαγείας, Λατ. defixio, Πλάτ. Νόμ. 933Α· πρβλ. [[κατάδεσμος]].
|lstext='''κατάδεσις''': -εως, ἡ, τὸ στερεῶς δένειν, στερεὸν δέσιμον, Πλούτ. 2. 771Α. ΙΙ. [[δέσις]] διὰ μαγείας, Λατ. defixio, Πλάτ. Νόμ. 933Α· πρβλ. [[κατάδεσμος]].
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de lier, d’attacher.<br />'''Étymologie:''' [[καταδέω]]¹.
}}
}}